Η 21η Οκτωβρίου 1966 ήταν για τους κατοίκους του χωριού Άμπερφαν στην Ουαλία μια μέρα που ποτέ δεν θα ξεχάσουν για όσο ζουν. Βροχή και ομίχλη συνέθεταν το τυπικό σκηνικό του καιρού, ενώ τα παιδιά ετοιμάζονταν να πάνε για λίγες μόνο ώρες στο σχολείο, καθώς ακολουθούσαν ολιγοήμερες διακοπές.
Στις 9:00 το πρωί και ενώ είχε μόλις χτυπήσει το κουδούνι και οι μαθητές βρίσκονταν στην τάξη ακούστηκε μια βουή από το βουνό, σαν να προσγειωνόταν αεροπλάνο. Μέσα σε λίγα λεπτά τρεις τόνοι λάσπης αποβλήτων άνθρακα, από το κοντινό ορυχείο, μετατοπίστηκαν λόγω διάβρωσης, που είχε προκαλέσει η βροχή, και σαν λάβα έπεσαν πάνω στο δημοτικό σχολείο Πάντγκλας.
Οι πρώτες στιγμές της τραγωδίας, που στιγμάτισε την ιστορία της Βρετανίας, είχαν μόλις γραφτεί. Η μανία της λάσπης παρέσυρε στο θάνατο 144 ανθρώπους -116 παιδιά και 28 ενήλικες, βυθίζοντας στο πένθος ολόκληρες οικογένειες που κλήθηκαν να αναγνωρίσουν τους σορούς των παιδιών τους, τα οποία είχαν μεταφέρθηκαν σε κοντινό παρεκκλήσι και ήταν καλυμμένα με κουβέρτες.
Και ενώ η Βασίλισσα Ελισάβετ είχε ενημερωθεί για το κακό που είχε συμβεί, επέλεξε να πάει στον χώρο της τραγωδίας 8 μέρες μετά το συμβάν, ένα λάθος, που όπως παραδέχτηκε χρόνια μετά, μετανιώνει μέχρι σήμερα. Οι κάτοικοι του Άμπερφαν ωστόσο δεν το είδαν έτσι, λέγοντας ότι η μονάρχης πήγε και αυτό ήταν αρκετό.
Η στιγμή της τραγωδίας και η ντροπιαστική αποζημίωση
Η Ουαλία είχε γίνει διάσημη για την εξόρυξη άνθρακα κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης, και στο αποκορύφωμά της το 1920, 271.000 άνθρωποι εργάστηκαν στα ορυχεία της χώρας. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 η εξόρυξη άνθρακα ήταν σε παρακμή, αλλά εξακολουθούσε να δίνει ψωμί σε περίπου 8.000 ανθρακωρύχους και τις οικογένειές τους γύρω από το Άμπερφαν.
H εξόρυξη άνθρακα δημιουργούσε απόβλητα τα οποία απορρίπτονταν σε χωματερές. Η περιοχή Merthyr Vale είχε επτά τέτοιες χωματερές και το 1966 η έβδομη χωματερή είχε φτάσει σε ύψος τα 33 μέτρα και περιείχε 3 τόνους αποβλήτων άνθρακα. Το 1963 και το 1964 κάτοικοι και τοπικοί αξιωματούχοι εξέφραζαν επανειλημμένως τις ανησυχίες τους γι’ αυτή την χωματερή, η οποία βρισκόταν πάνω από το δημοτικό σχολείο Πάντγκλας, στο οποίο φοιτούσαν 240 μαθητές. Το Εθνικό Συμβούλιο Άνθρακα (NCB) όμως τους αγνοούσε.
Χρειάστηκαν μόνο λίγα λεπτά για να συμβεί το κακό. Οι μαθητές άκουσαν μια βουή και νόμιζαν ότι πάνω από το κτίριο πετούσε αεροπλάνο. Η λάσπη των αποβλήτων άνθρακα, που είχαν υγροποιηθεί λόγω των πολλών βροχοπτώσεων, χτύπησε σαν χιονοστιβάδα το σχολείο θάβοντας στα συντρίμμια τα παιδιά.
Σωστικά συνεργεία και εθελοντές έσπευσαν στο σημείο της τραγωδίας για να βοηθήσουν στην ανεύρεση επιζώντων. «Ανθρακωρύχοι, αστυνομικοί, πυροσβέστες έσκαβαν με γυμνά χέρια, ψάχνοντας να βρουν ζωντανά παιδιά. Οι μπουλντόζες έσπρωχναν τα συντρίμμια για να φτάσουν στα παιδιά, καθώς από κάποια σημεία ακούγονταν κλάματα και απεγνωσμένες κραυγές βοήθειας» μετέδιδαν οι New York Times.
Μετά από σχεδόν δύο εβδομάδες ερευνών ήρθε ο απολογισμός. 144 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους (η λάσπη στο πέρασμά της είχε ισοπεδώσει και σπίτια), εκ των οποίων 116 παιδιά, ενώ 28 σώθηκαν. Ο μισός παιδικός πληθυσμός του Άμπερφαν ήταν νεκρός.
Οι σοροί τοποθετήθηκαν σκεπασμένες με κουβέρτες σε ένα μικρό εκκλησάκι, στο οποίο κάθε φορά χώραγαν να μπουν μόνο δύο άτομα για να αναγνωρίσουν τα παιδιά τους, μια διαδικασία που κράτησε σχεδόν μία εβδομάδα. Τα περισσότερα παιδιά πέθαναν από ασφυξία.
Οι έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπεύθυνο για την τραγωδία ήταν το Εθνικό Συμβούλιο Άνθρακα, αν και κανένα μέλος του προσωπικού δεν απολύθηκε, ούτε κρίθηκε ένοχο. Η έκθεση του δικαστηρίου ανέφερε ότι «η καταστροφή του Άμπερφαν θα μπορούσε και έπρεπε να είχε αποφευχθεί. Η καταστροφή δεν ήταν θέμα μοχθηρίας, αλλά άγνοιας, αδιαφορίας και αποτυχίας στην επικοινωνία».
To Εθνικό Συμβούλιο μάλιστα δεν ήθελε να αποζημιώσει τις οικογένειες των νεκρών. Στην αρχή έδωσε το εξευτελιστικό ποσό των 50 λιρών για κάθε οικογένεια. Συνήθιζε επίσης να ρωτά τις οικογένειες πόσο κοντά ήταν με τα παιδιά τους ώστε να κρίνει αν δικαιούνται να πάρουν το ποσό! Μετά την γενική κατακραυγή η αποζημίωση έφτασε τις 500 λίρες.
Η καθυστερημένη επίσκεψη της Ελισάβετ
Η Βρετανία θρηνούσε, η βασίλισσα Ελισάβετ όμως επέλεξε να μην επισκεφτεί άμεσα τον τόπο της τραγωδίας. Ενώ ο πρίγκιπας Φίλιππος πήγε στο Άμπερφαν την επόμενη μέρα, η μονάρχης έκανε την επίσκεψή της 8 μέρες μετά, μια απόφαση που μετανιώνει ακόμα και σήμερα.
«Το Άμπερφαν επηρέασε τη βασίλισσα πολύ όταν πήγε εκεί. Ήταν μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που δάκρυσε. Νομίζω ότι αισθάνθηκε ότι θα μπορούσε να είχε πάει νωρίτερα. Έγινε μάθημα σε όλους μας, πρέπει να δείχνεις συμπόνια και να είσαι στο σημείο που πρέπει τη σωστή στιγμή. Αυτό λαχταρούσαν από αυτήν οι Βρετανοί» είπε στο ντοκιμαντέρ «Elizabeth: The Queen» ο Sir William Heseltine, ο οποίος δούλευε τότε στο γραφείο Τύπου του Παλατιού.
Σύμφωνα με την Sally Bechdel Smith, που έγραψε μία από τις βιογραφίες της βασίλισσας, η απόφαση της Ελισάβετ να μην πάει στο Άμπερφαν άμεσα δεν ήταν ψυχρή, αλλά πρακτική. «Θα στρέψω όλα τα βλέμματα πάνω μου. Και αυτό μπορεί να κοστίσει στην ανεύρεση ενός ζωντανού παιδιού» φαίνεται να είχε πει η βασίλισσα σύμφωνα με τη Smith.
Ο κύκλος της Ελισάβετ της έλεγε ότι έπρεπε να κάνει το ταξίδι, εκείνη όμως δεν άλλαζε γνώμη. «Παραθέταμε όλα τα επιχειρήματα αλλά τίποτα δεν την έπειθε» είπε ένας σύμβουλός της στον επίσης βιογράφο της Robert Lacey.
Παρά το γεγονός ότι ο Τύπος την έκρινε ποικιλοτρόπως, δεν συνέβη και το ίδιο με τους Βρετανούς. «Όταν έφτασε ήταν αναστατωμένη, οι άνθρωποι του Άμπερφαν εκτιμούσαν ότι ήταν εκεί. Ήρθε όταν μπορούσε και κανείς δεν θα την καταδίκαζε που δεν το έκανε νωρίτερα» είπε στην εφημερίδα South Wales Echo το 2002 ο Jeff Edwards, ένα από τα παιδιά που όταν επέζησε ήταν 8 χρονών.
Έκτοτε η Βασίλισσα Ελισάβετ έχει επισκεφτεί το Άμπερφαν τέσσερις φορές. Το 2012 μάλιστα βρέθηκε στα εγκαίνια του νέου σχολείου που άνοιξε στη θέση του κατεστραμμένου Πάντγκλας.
«Δεν θα είμαστε ποτέ ξανά οι ίδιοι άνθρωποι»
Ο Jeff Edwards ήταν το τελευταίο παιδί που διασώθηκε μέσα από τα συντρίμμια του Πάντγκλας. Τα όσα έζησε, όπως λέει στο BBC, «κατέστρεψαν» το DNA του και αποφάσισε να μην κάνει ποτέ στη ζωή του παιδιά.
«Η προσωπικότητά μου, όλο μου το είναι άλλαξε ριζικά και δεν ήθελα να διαιωνίσω το DNA μου. Το ένα λεπτό ήμασταν αθώα παιδιά οκτώ ετών που περιμέναμε τις διακοπές μας και μετά γίναμε τελείως άλλοι άνθρωποι. Δεν θα είμαστε ποτέ ίδιοι» λέει.
Ο Jeff περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη στιγμή της καταστροφής, όταν ο θόρυβος γινόταν λεπτό με το λεπτό όλο και πιο δυνατός.
«Tο επόμενο πράγμα που θυμάμαι ήταν να ξυπνάω με το δεξί μου πόδι κολλημένο στο καλοριφέρ, από το οποίο έβγαινε νερό. Το θρανίο μου είχε καρφωθεί στο στομάχι μου και το κεφάλι ενός νεκρού κοριτσιού ήταν στον αριστερό ώμο μου. Γύρω μου είχε παντού συντρίμμια. Το πρόσωπό της με στοιχειώνει. Άκουγα κλάματα και κραυγές. Όσο πέρναγε η ώρα οι φωνές σταματούσαν, οι συμμαθητές μου πέθαιναν» λέει. Τα συνεργεία χρειάστηκαν 1,5 ώρα για να απεγκλωβίσουν τον 8χρονο.
Και συνεχίζει:
«Νιώθεις ένοχος που επέζησες. Λες “γιατί εγώ;”. Μας πήραν την παιδικότητά μας. Το παιχνίδι είναι ένα σημαντικό στάδιο στην ανάπτυξη του παιδιού και μας το πήραν. Τα περισσότερα παιδιά με τα οποία παίζαμε ήταν νεκρά».
Δεν ήταν όμως η ενοχή το μοναδικό βαρίδι. Το 1966 το μετατραυματικό στρες αναγνωριζόταν με δυσκολία.
«Μετά την καταστροφή μάς προσέγγισαν ψυχίατροι, όμως η βοήθειά τους ήταν σε νηπιακό στάδιο. Δεν ήξεραν πώς να χειριστούν τις καταστάσεις και δεν μας βοήθησαν πολύ. Κάναμε συνεδρίες και πήραμε διάφορα φάρμακα. Δεν θέλαμε να πάμε στο σχολείο, φοβόμασταν ότι θα συμβεί το ίδιο. Όσοι ζήσαμε έπρεπε να διαχειριστούμε την απώλεια των φίλων μας και τις σκηνές σφαγής που είχαμε αντικρίσει» επισημαίνει.
«Θέλεις να ξεφύγεις, αλλά δεν μπορείς και ποτέ δεν θα μπορέσεις» λέει. «Κάποιες μέρες κατακλύζομαι από κατάθλιψη και δεν μπορώ να λειτουργήσω, ούτε καν να σηκωθώ από το κρεβάτι. Κάπου πίσω μπορείς ακόμα να μυρίσεις τον άνθρακα που πλημμύρισε το σχολείο» αναφέρει.
Ο Jeff λέει πόσο δύσκολες είναι για τους επιζώντες οι ανθρώπινες σχέσεις.
«Κάποιοι μετακόμισαν, κάποιοι πέθαναν νωρίς, παλεύοντας να αποδεχτούν τις απώλειες. Γάμοι διαλύθηκαν λόγω των δυσκολιών διαβίωσης με κάποιον που έχει ζήσει κάτι τόσο σκληρό. Οι σκέψεις είναι παράλογες, υπάρχει ευερεθιστότητα και δυσκολία να εμπιστευτείς τον άλλο» λέει, διευκρινίζοντας ότι ποτέ δεν παντρεύτηκε.
Στον τρίτο κύκλο της σειράς «The Crown» γίνεται η αναπαράσταση της επίσκεψης της Ελισάβετ στον τόπο της τραγωδίας. Η παραγωγή χρησιμοποίησε επιζώντες της τραγωδίας οι οποίοι, με τη βοήθεια ψυχοθεραπευτή, αναβίωσαν την τραγική εμπειρία τους.