Το τελευταίο διάστημα που σχεδόν ολόκληρος ο πλανήτης (και βέβαια και η χώρα μας) βρίσκεται σε έναν ιδιότυπο αυτοπεριορισμό εξαιτίας της μάχης που δίνεται για την αναχαίτιση της εξάπλωσης του κορονοϊού, ήρθε ξανά στην επικαιρότητα μια λέξη που μόνο μνήμες πόνου και θανάτου μπορεί να επαναφέρει στη μνήμη μας.
Η καραντίνα. Μια λέξη που στις σημερινές συνθήκες ίσως δεν έχει το βάρος που είχε και στο παρελθόν αλλά και πάλι είναι ικανή να προκαλέσει τρόμο. Βλέπετε, τώρα οι επιστήμονες προσπαθούν να νικήσουν έναν ιό μέσα στα δωμάτια των νοσοκομείων. Κάποτε η τύχη όσων νοσούσαν από λέπρα ήταν η σκληρή εξορία, η αυστηρή καραντίνα και τελικά ο θάνατος.
Και μη νομίζει κάποιος πως μιλάμε για πολλά χρόνια πίσω. Η νίκη της επιστημονικής κοινότητας απέναντι στη λέπρα ήρθε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950!
Στην Ελλάδα (και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και στην υπόλοιπη Ευρώπη) όταν κάποιος άκουγε τη λέξη «λέπρα» τότε, σχεδόν αυτόματα, το μυαλό του πήγαινε στη Σπιναλόγκα!
Το νησί της καραντίνας
Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί το οποίο κλείνει από τα βόρεια τον κόλπο της Έλούντας, στο νομό Λασιθιού στην Κρήτη. Το πρωτοσυναντάμε στα βάθη της ιστορίας όταν και οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς τόσο από κατασκευαστικής και αρχιτεκτονικής άποψης όσο και από απόψεως αισθητικής του όλου τοπίου που και σήμερα ακόμη διατηρεί την ομορφιά του και αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους λόγους που έχει μετατραπεί σε τουριστικό προορισμό. Πριν φτάσουμε στο σήμερα, ωστόσο, η Σπιναλόγκα μόνο ιστορίες πόνου και θανάτου είχε να διηγηθεί.
Το 1903 ιδρύεται στο νησάκι το λεπροκομείο το οποίο (με δεδομένο πως εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καν η υποψία φαρμάκου) ουσιαστικά ήταν ένας τόπος εξορίας, απομόνωσης και καραντίνας προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση αυτής της ασθένειας η οποία θεωρούταν εξαιρετικά μεταδοτική και βέβαια ο φόβος και ο τρόμος για τους πολίτες.
Αξίζει να σημειωθεί πως πριν την καραντίνα της Σπιναλόγκας οι χανσενικοί (όπως αλλιώς ονομάζονταν οι λεπροί εξαιτίας της… επιστημονικής ονομασίας της νόσου του Χάνσεν) ήταν αναγκασμένοι να ζουν απομονωμένα σε περιοχές (μεσκινιές, όπως ονομάζονταν στην Κρήτη) μακριά από τον υπόλοιπο πληθυσμό και βέβαια εγκαταλελειμμένοι από το κράτος. Μόνο οι συγγενείς και οι φίλοι των λεπρών πλησίαζαν τις μεσκινιές προκειμένου να αφήνουν τρόφιμα ή άλλα αγαθά.
Η λέπρα οφείλεται στο μυκοβακτηρίδιο της λέπρας (mycobacterium leprae), που είναι συγγενικό με το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Ο μικροοργανισμός αυτός ανακαλύφθηκε από τον γιατρό G.A.Hansen το 1873. Η νόσος είναι μεταδοτική όταν υπάρχει συχνή επαφή με ασθενή, αλλά το μεγαλύτερο μέρος (95%) του πληθυσμού έχει φυσική ανοσία.
Ήταν η εποχή που όσοι επιβεβαιωμένα είχαν νοσήσει έπρεπε να φορούν κουδούνια στο λαιμό τους προκειμένου να προειδοποιούν τους υπόλοιπους, ώστε, να μένουν μακριά προκειμένου να μην κολλήσουν και αυτοί.
Με αυτά τα δεδομένα κρίθηκε αναγκαίο να δημιουργηθεί ένα μέρος ώστε οι χανσενικοί να είναι απομονωμένοι μεν αλλά να έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν τη δική τους κοινότητα και γιατί όχι να μπορέσουν μέσα από την αυτοοργάνωση να προσπαθούν να επιβιώσουν.
Αυτό το μέρος βρέθηκε. Ήταν το μικρό νησάκι απέναντι από την Ελούντα το οποίο γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη και εκεί κατέληγαν τελικά λεπροί όχι μόνο από κάθε γωνιά της Ελλάδας αλλά και από το εξωτερικό με αποτέλεσμα να λάβει την ονομασία του διεθνούς λεπροκομείου.
Για να γίνει αυτό, ωστόσο, έπρεπε να φτάσει το 1913 όταν και η Κρήτη ενώθηκε με την υπόλοιπη Ελλάδα. Για τα δέκα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της (από τις 30 Μάη του 1903) η Σπιναλόγκα είχε μόνο χανσενικούς από τη μεγαλόνησο.
Η καθημερινότητα στη Σπιναλόγκα
Οι ιστορικοί που έχουν μελετήσει το τι έγινε στο νησάκι χωρίζουν την ιστορία του σε δυο περιόδους. Η πρώτη από την αρχή της λειτουργίας του μέχρι και το 1930 όπου οι λέξεις απομόνωση, πόνος, θάνατος, εξαθλίωση και δάκρυα είναι ίσως μικρές για να δείξουν αυτό που ακριβώς συνέβαινε εκεί.
Η δεύτερη περίοδος ξεκινάει από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και μετά. Τότε νόσησε από τη λέπρα ένας τριτοετής φοιτητής της νομικής, ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης (ή Ρεμουνδάκης) ο οποίος μετά το πρώτο σοκ της μεταφοράς του στην καραντίνα του μικρού νησιού, αποφάσισε πως οι χανσενικοί μέχρι να χάσουν τη μάχη με το θάνατο είχαν κάθε δικαίωμα να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Ίδρυσε την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας» και άρχισε με τη βοήθεια και άλλων χανσενικών να οργανώνουν «από τα κάτω», και χωρίς την παραμικρή βοήθεια από το κράτος, τη ζωή τους.
Οργάνωσαν μικρές ομάδες με βάση τα επαγγέλματα και τις γνώσεις που είχε ο καθένας και άρχισαν να φτιάχνουν όλα όσα τους ήταν απαραίτητα για να ζήσουν σαν κανονικοί άνθρωποι.
Φτιάχτηκαν δρόμοι, τα σπίτια ασβεστωθηκαν για να δείχνουν ομορφότερα, έφτιαξαν τον δικό τους φούρνο, το δικό τους κουρείο, το δικό τους καφενείο, μέχρι και τη δική τους εκκλησία έφτιαξαν, τον Άγιο Παντελεήμονα. Στην εκκλησία αυτή, μάλιστα, λειτουργούσε ένα ηρωϊκός παπάς, ο Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης, ο οποίος βρισκόταν εκεί με τη θέλησή του καθώς ο ίδιος δεν είχε προσβληθεί από τη νόσο του Χάνσεν άλλα θέλησε να αφιερώσει τη ζωή και τη δράση του δίπλα στους «κολασμένους».
Επιπλέον, λειτουργούσε υπηρεσία δημόσιας καθαριότητας ενώ δημιουργήθηκε θέατρο και κινηματογράφος για να διασκεδάζουν. Στο χωριό τοποθετήθηκαν και μεγάφωνα από τα οποία της περισσότερες ώρες της ημέρας ακουγόταν μουσική προκειμένου ακόμα και αυτοί που δεν μπορούσαν πια να κυκλοφορούν έξω, να μη νιώθουν μόνοι
Κάπως έτσι η ζωή άρχισε να κυλάει πιο φυσιολογικά για τους ασθενείς οι οποίοι δημιούργησαν παρέες, τσακωνόντουσαν, ερωτευόντουσαν, ενώ κάποιοι παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά τα οποία ουδέποτε κόλλησαν την ασθένεια!
Το φάρμακο και το κλείσιμο της Σπιναλόγκας
Ο «Άγιος της αγάπης και της αλληλεγγύης», όπως ονομάστηκε ο Ρεμουντάκης κατάφερε και έκανε τις απαραίτητες κινήσεις, ώστε, να φτάσει στο νησί ακόμα και μια ηλεκτροπαραγωγική μηχανή που έδινε ρεύμα για να φωτίζονται οι δρόμοι τη νύχτα.
Λέγεται πως όταν επί δικτατορίας Μεταξά ο τότε νομάρχης πήγε για αυτοψία στο νησί ο Ρεμουντάκης τον πλησίασε, τηρώντας τις απαραίτητες αποστάσεις, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Κύριε υπουργέ, εγώ για σένα και για τα παιδιά σου, για να μην τα κολλήσω, για να μην τα μολύνω, ήρθα εδώ και πεθαίνω ζωντανός. Έχεις κι εσύ υποχρέωση να με κοιτάξεις. Να με φροντίσεις»!
Ο Ρεμουντάκης έχασε την όρασή του το 1947 εξαιτίας της νόσου. Δεν έχασε ποτέ το πάθος του, ωστόσο, και έτσι από το 1948 και μετά (οπότε και ο αριθμός των λεπρών στη Σπιναλόγκα άρχισε να μειώνεται γιατί τότε ανακαλύφθηκε το πρώτο φάρμακο κατά της λέπρας) αφιερώθηκε στον αγώνα για το κλείσιμο του λεπροκομείου του νησιού.
Τελικά το κατάφερε και αυτό. Το 1957, και αφού πρώτα πάρα πολλοί είχαν πλέον θεραπευτεί, μεταφέρθηκαν από τη Σπιναλόγκα οι τελευταίοι 20 χανσενικοί στο λεπροκομείο- σανατόριο της Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω. Εκεί μεταφέρθηκε και ο Ρεμουντάκης με τη γυναίκα του και εκεί τελικά πέθανε το 1978.
Εκεί, όντας τυφλός, διηγούνταν σε γιατρούς και νοσηλευτές τα όσα τραγικά και απάνθρωπα έζησε αυτός και οι υπόλοιποι χανσενικοί στη Σπιναλόγκα. Ήθελε να γραφτεί ένα βιβλίο για να μάθει ο κόσμος την αλήθεια. Εκεί μέσα υπάρχει και μια αποστροφή του λόγου του που απευθύνεται σε όσους θα πήγαιναν κάποια στιγμή στο νησί του πόνου:
«Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο…».