Δουλεύουμε για να πληρώνουμε κυρίως λογαριασμούς και φόρους. Ακόμη και όταν ψωνίζουμε, οι δαπάνες αφορούν κυρίως σε βασικά είδη διατροφής. Την κυρίαρχη αυτή αντίληψη έρχεται να επιβεβαιώσει έρευνα καταναλωτικών τάσεων στο λιανεμπόριο που πραγματοποίησε ο Σύνδεσμος Εταιρειών Λιανικών Πωλήσεων Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ) με την επιστημονική υποστήριξη του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Εμπορίου και Ηλεκτρονικού Επιχειρείν (ELTRUN) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την έρευνα, το 74% των καταναλωτών ξοδεύει πάνω από το 80% του διαθέσιμου εισοδήματός του σε μηνιαία βάση, ενώ το 10% ξοδεύει πάνω από 100%, πρακτικά δηλαδή δανείζεται με κάποιον τρόπο για να καλύψει τις ανάγκες του. Οι δαπάνες για την πληρωμή των μηνιαίων λογαριασμών (ΔΕΚΟ κ.ο.κ.) αντιστοιχούν στο 25% του εισοδήματος και οι δαπάνες για την πληρωμή φόρων στο 19%. Με άλλα λόγια, το 44% του μηνιαίου εισοδήματός μας το διαθέτουμε για να πληρώνουμε λογαριασμούς και φόρους. Σε δαπάνες για αγορές προϊόντων οι καταναλωτές διαθέτουν κατά μέσον όρο το 25% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, ενώ για την αγορά και χρήση υπηρεσιών το 15%. Το ανησυχητικό είναι ότι οι καταναλωτές εκτιμούν ότι και οι δύο αυτές κατηγορίες δαπανών θα αυξηθούν το επόμενο εξάμηνο. Η εκτίμηση αυτή, ακόμη και αν δεν αποδειχθεί ορθή, λειτουργεί ανασταλτικά στην πραγματοποίηση αγορών και επομένως επιδρά αρνητικά κυρίως στο λιανεμπόριο. Στο πλαίσιο της έρευνας, άλλωστε, το 6% δηλώνει ότι θα πραγματοποιήσει λιγότερες δαπάνες το επόμενο εξάμηνο για αγορά προϊόντων, ενώ ένα μεγαλύτερο ποσοστό, 12%, εκτιμά ότι θα ξοδέψει λιγότερα για υπηρεσίες.

Τα περισσότερα χρήματα από αυτά που ξοδεύουν οι καταναλωτές για αγορές προϊόντων αφορούν σε τρόφιμα και ποτά. Συγκεκριμένα, σε αυτές τις κατηγορίες προϊόντων κατευθύνεται το 41% των δαπανών για λιανικές αγορές. Ακολουθούν η εστίαση με 12%, τα είδη ένδυσης με 10%, ενώ πολύ χαμηλά με ποσοστό 8%, είναι τα φάρμακα. Μόλις 3% των δαπανών διαθέτουν τα νοικοκυριά στην Ελλάδα για την αγορά επίπλων, ενώ αντίστοιχο είναι και το ποσοστό δαπανών για την αγορά παιχνιδιών, καθώς και για είδη δώρων. Υψηλότερη θέση στις προτεραιότητες των καταναλωτών φαίνεται όχι έχουν οι ηλεκτρονικές συσκευές –κυρίως προϊόντα τεχνολογίας– και οι οικιακές συσκευές, στις οποίες διατίθεται το 7% των μηνιαίων δαπανών για λιανικές αγορές. 

Η σημασία των κατηγοριών, αλλά και γενικότερα η σημασία των αγορών στην καθημερινότητα του κοινού αποτυπώνεται και στον μέσο αριθμό επισκέψεων για την πραγματοποίηση λιανικών αγορών ανά έτος. Περίπου 3 ημέρες την εβδομάδα ή 118 ημέρες τον χρόνο επισκεπτόμαστε ένα κατάστημα τροφίμων –σούπερ μάρκετ ή άλλο– ενώ 66 ημέρες ετησίως –κάτι παραπάνω δηλαδή από μία φορά την εβδομάδα– μπαίνουμε σε ένα κατάστημα εστίασης.

Ο ρόλος του Διαδικτύου

Καθοριστικό ρόλο, πλέον, στην καταναλωτική συμπεριφορά διαδραματίζει το Διαδίκτυο. Οχι μόνο διότι ολοένα και περισσότεροι πραγματοποιούν αγορές από ηλεκτρονικά καταστήματα, αλλά και διότι το αξιοποιούν αφενός για να κάνουν έρευνα αγοράς αφετέρου για να ελέγξουν τις αξιολογήσεις και τις κριτικές που έχει λάβει μία επιχείρηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το 59% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ενημερώνεται συστηματικά από το Διαδίκτυο πριν κάνει αγορές, ενώ το 47% πρώτα ψάχνει στο Διαδίκτυο για να κάνει συνέχεια αγορές από το φυσικό κατάστημα. Το 38% εξάλλου θεωρεί ότι είναι σημαντική η βαθμολογία ενός καταστήματος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τις 19 έως τις 29 Οκτωβρίου σε δείγμα 995 καταναλωτών από όλη την Ελλάδα. Πρόκειται, μάλιστα, να επαναλαμβάνεται κάθε έξι μήνες.

kathimerini.gr