Ως Μονοπάτι των Δακρύων έμεινε στην Ιστορία το επικίνδυνο ταξίδι στο οποίο εξανάγκασε ο λευκός της Αμερικής τον γηγενή πληθυσμό.

Οι λεγόμενες και «πέντε πολιτισμένες φυλές» των νοτιοανατολικών έπρεπε να πάρουν τα υπάρχοντά τους και να εγκαταλείψουν τα πατρώα εδάφη, παρά το γεγονός ότι όλοι γνώριζαν τις πατροπαράδοτες σχέσεις των Ινδιάνων με την προγονική γη.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1830, κάπου 125.000 γηγενείς Αμερικανοί ζούσαν ακόμα στη γη που είχαν καταλάβει και υπερασπιστεί οι πρόγονοί τους, σε χιλιάδες στρέμματα της Τζόρτζια, του Τενεσί, της Αλαμπάμα, της Βόρειας Καρολίνα και της Φλόριντα.

Μέχρι τα τέλη όμως της δεκαετίας, μόλις μια χούφτα από όλους αυτούς θα συνέχιζαν να ζουν στις νοτιοανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση θα έκανε ως τότε το χατήρι των λευκών αποίκων, που εποφθαλμιούσαν εδώ και καιρό τα εύφορα στην καλλιέργεια βαμβακιού εδάφη των Ινδιάνων, και θα τους έδιωχνε από τον τόπο τους.

Τους ανάγκασε να πάρουν τα μπογαλάκια τους και να διανύσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα, ώστε να φτάσουν σε μια νέα «ινδιάνικη περιοχή» που είχαν χαράξει στον χάρτη, μετά τον ποταμό Μισσισσιπή. Μόνο που η διχαλωτή γλώσσα του λευκού είχε πολλά ακόμα τραγικά να μαρτυρήσει.

Το δύσκολο και πολλές φορές θανάσιμο ταξίδι δεν είχε όμοιό του στην έκταση του ξεριζωμού. Πολλές χιλιάδες Ινδιάνοι δεν θα έβλεπαν τον νέο τόπο, καθώς θα άφηναν τη ζωή τους στο Μονοπάτι των Δακρύων…

Η πολιτική ενός διωγμού

Για γενιές και γενιές, τα εδάφη ανατολικά του Μισσισσιπή τα αποκαλούσαν πατρίδα πέντε φυλές Ινδιάνων: οι Τσερόκι, Κρικ και Σεμινόλε στα νότια και οι Choctaw και Chickasaw στα δυτικά.

Ο λευκός επεκτατισμός δεν σταματούσε όμως και ήδη από τη δεκαετία του 1790, ο ευρωπαίος άποικος του Νέου Κόσμου ερχόταν ολοένα και πιο κοντά στον Ινδιάνο. Δείχνοντας πάντα την ακόρεστη δίψα του για περισσότερα εδάφη, περισσότερη καλλιεργήσιμη γη.

Κάποια στιγμή οι οικισμοί των λευκών στην Τζόρτζια, τη Βόρεια Καρολίνα, το Τενεσί, την Αλαμπάμα και τη Φλόριντα άρχισαν να παραβιάζουν τα όρια με τη γη των Ινδιάνων. Οι οποίοι άρχισαν να θεωρούνται εμπόδιο στην ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού. Στην εξάπλωση του λευκού στα δυτικά δηλαδή.

«Ινδιάνικο πρόβλημα» το χαρακτήριζαν και βρήκαν εύκολα τη λύση: όλα θα άλλαζαν αν εκπολίτιζαν απλώς τις τοπικές φυλές. Ο «πολιτισμός», όπως έλεγε ο ίδιος ο Τόμας Τζέφερσον, θα εξαφάνιζε το πρόβλημα του ντόπιου στοιχείου και του τρόπου ζωής του, αφομοιώνοντας και ενσωματώνοντάς το τελικά στον δυτικό πολιτισμό.

Ο Τζέφερσον πίστευε ακράδαντα πως οι Ινδιάνοι ήταν θύματα των «βάρβαρων συνηθειών τους», όπως συνήθιζε να λέει, κι έτσι ο λευκός χρειαζόταν καλούς ιεραπόστολους για να τους εισάγουν στα ήθη και τα έθιμα των Αγγλο-Αμερικάνων. Και σε αυτό συμφωνούσε μέχρι κεραίας και ο Τζορτζ Ουάσιγκτον.

Αν μπορούσες να τους μεταστρέψεις στον χριστιανισμό, να τους μάθεις να μιλούν, να διαβάζουν και να γράφουν στα αγγλικά, να τους ντύσεις σαν λευκούς και να τους διδάξεις έννοιες περί ιδιοκτησίας, τότε το ίδιο το «ινδιάνικο πρόβλημα» θα εξαλειφθεί στη ρίζα του.

Και αυτές οι πέντε φυλές αποφάσισαν πως ήταν προς το συμφέρον τους να δεχτούν τον «εκπολιτισμό» του λευκού. Ως «πέντε πολιτισμένες φυλές» θα έμεναν λοιπό γνωστές και όλοι αναθάρρησαν από τη συμφωνία.

Μόνο που ο Τζέφερσον δεν μιλούσε μόνο για αφομοίωση του ινδιάνικου στοιχείου μέσα στην κουλτούρα του λευκού, αλλά και για μετεγκατάστασή του στα δυτικά.

Ο ίδιος το σκεφτόταν αυτό από το 1803, μετά την προσάρτηση (αγορά) της Λουιζιάνα, δεν το έκανε όμως ποτέ. Θα το έκανε ο πρόεδρος Άντριου Τζάκσον στις 28 Μαΐου 1830, όταν υπέγραψε τον νόμο για τη μετακίνηση των Ινδιάνων. Άλλοθι περί αφομοίωσης και εκπολιτισμού δεν υπήρχαν πια.

Τα κίνητρα του προέδρου ήταν η ακόμα μεγαλύτερη οικονομική ευημερία των ΗΠΑ. Και ΗΠΑ σήμαινε μόνο ένα πράγμα: λευκός. Τα εδάφη τους ήθελαν για να δημιουργήσουν βαμβακοκαλλιέργειες σε μεγάλη κλίμακα. Και ο Ινδιάνος δεν χωρούσε στα νέα σχέδια.

Ο λευκός Αμερικανός, ιδιαίτερα αυτός που ζούσε στα δυτικά όρια, εχθρευόταν από πάντα τον γηγενή. Όταν δεν τον φοβόταν. Ο Ινδιάνος έμοιαζε ξένος, παράξενος, αλλόκοτος. Μόνο που τώρα ήταν και εχθρός της προόδου και της προκοπής του λευκού.

Ένα ζοφερό όνειρο γίνεται πραγματικότητα

Ξεκινώντας από το 1830, ο πρόεδρος των ΗΠΑ παρήγγειλε στους Ινδιάνους που ζούσαν ανατολικά του Μισσισσιπή να φορτώσουν ό,τι μπορούσαν να πάρουν από το βιος τους και να ξεριζωθούν από τις προγονικές εστίες.

Το ταξίδι όμως ως τα νέα εδάφη που επέβαλλε ο λευκός ήταν γεμάτο από κινδύνους. Και σκληρότητα. Και χειμώνα και ασθένειες. Και οι πέντε φυλές τα βίωσαν αυτά στο πετσί τους, μετρώντας χιλιάδες θανάτους. Αλλά και τον θρήνο να σε ξεσπιτώνουν με το έτσι θέλω.

Σύγχρονοι αμερικανοί ιστορικοί μιλούν για την απόφαση του Άντριου Τζάκσον με όρους «εθνοκάθαρσης». Παρά το γεγονός ότι αυτές οι φυλές «εκπολιτίζονταν» συστηματικά, ο λευκός γείτονας φάνηκε ότι δεν νοιαζόταν τελικά για τέτοια πράγματα.

Τη γη του ήθελε και την ήθελε άμεσα. Κι έτσι άρχισε να του κλέβει τα ζώα, να λεηλατεί και να καίει τους καταυλισμούς του, ακόμα και να τον σκοτώνει μαζικά.

Από τους 1.500 πολέμους που ενέκρινε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να γίνουν μεταξύ λευκών και Ινδιάνων ως τα τέλη του 19ου αιώνα, θα απέμεναν στη ζωή λιγότεροι από 238.000 γηγενείς Αμερικανοί.

Μια πραγματική φυλετική γενοκτονία δηλαδή από τα 5-15 εκατ. ντόπιους που ζούσαν στη Βόρεια Αμερική όταν κατέφτασε ο Χριστόφορος Κολόμβος το 1492.

Μέχρι να δώσει το «ΟΚ» εξάλλου η κεντρική κυβέρνηση, οι πολιτειακές αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αρπάζουν ολοένα και περισσότερα τμήματα της ινδιάνικης γης.

Εμπόδιο στεκόταν μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο, που δικαίωνε κάποιες φορές τους Ινδιάνους, με αποφάσεις που μιλούσαν ακόμα και για «κυρίαρχα έθνη, στα οποία οι νόμοι της Τζόρτζια (και άλλων πολιτειών) δεν έχουν καμία ισχύ» (ιστορική ετυμηγορία του 1832).

Όχι ότι θα άφηναν όμως τους δικαστές να ανακόψουν την προκοπή του λευκού έθνους. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τζάκσον παρατηρεί το 1832 πως αν κανείς δεν σκοπεύει να επιβάλει τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου, και ο ίδιος δεν είχε κανέναν τέτοιο σκοπό, τότε αυτές οι αποφάσεις «θα έμεναν απλώς στα χαρτιά»…

Κρικ, Σεμινόλε και Choctaw

Η νομοθετική ρύθμιση του 1839 (Indian Removal Act) έδωσε το δικαίωμα στον Τζάκσον να διαπραγματευτεί τους όρους της μετεγκατάστασης των πέντε πολιτισμένων φυλών στα δυτικά του Μισσισσιπή, εκεί που θα φτιαχνόταν η «ζώνη ινδιάνικου αποικισμού».

Τα νέα εδάφη ήταν στη σημερινή Οκλαχόμα και η συμφωνία προέβλεπε περισσότερη γη στους Ινδιάνους από αυτή που θα άφηναν πίσω τους.

Ο Τζάκσον δεν είχε όμως καμία όρεξη να συνάψει δίκαιες συμφωνίες με τους Ινδιάνους. Να φύγουν από κει ήθελε και έκανε σαφές από την αρχή το πώς θα γινόταν ο ξεριζωμός: όσο πιο βάρβαρα έπαιρνε.

Αρχικά, αρνήθηκε να πληρώσει τις ετήσιες αποζημιώσεις που προέβλεπε η συμφωνία. Κατόπιν εξουσιοδότησε τις νότιες πολιτείες να καταπατήσουν τα ινδιάνικα εδάφη, κηρύσσοντας εκτός νόμου τόσο τα συμβούλια των Ινδιάνων όσο και τους νόμους τους.

Και όσο τα έκαναν αυτά, τους απαγόρευαν επίσης και να ψηφίζουν και να μπορούν να φτάνουν τις υποθέσεις τους στο δικαστήριο του λευκού.

Παρά τις περιώνυμες κορόνες περί «εκπολιτισμού», δεν τους άφησαν ποτέ να «εκπολιτιστούν». Μέσα σε ένα τέτοιο ασφυκτικό κλίμα πιέσεων και θανάτων, το «ναι» των πολιτισμένων φυλών για ξεριζωμό δεν ήταν ακριβώς μια απόφαση που προέκυψε έπειτα από βαθιά σκέψη.

Οι Choctaw ήταν οι πρώτοι που έφυγαν, μέσα στον πρώτο χρόνο (χειμώνα του 1831), καθώς ο στρατός τους απειλούσε με εισβολή. Το ταξίδι τους ήταν τόσο βάρβαρο που πολλοί ήταν δεμένοι με αλυσίδες όσο βάδιζαν με τα πόδια το μονοπάτι του ξεριζωμού. Μέσα στον βαρύ χειμώνα και τις πλημμύρες της περιοχής.

Περίπου 4.000 Choctaw πέθαναν από τη χολέρα και μερικές εκατοντάδες ακόμα από την ασιτία, τα δυστυχήματα και την εγκληματική αδιαφορία των ομοσπονδιακών αρχών να τους προμηθεύσουν με τα βασικά.

Όταν έφτασαν στον νέο καταυλισμό, ένας από τους φυλάρχους μίλησε σε εφημερίδα της Αλαμπάμα, χαρακτηρίζοντας το εφιαλτικό ταξίδι ως «μονοπάτι δακρύων και θανάτου».

Δύο χρόνια αργότερα, το 1832, ξεκίνησε ο ξεριζωμός των Σεμινόλε από τη Φλόριντα. Μόνο που οι Σεμινόλε δεν θα έφευγαν χωρίς μάχη. Αυτοί αντιστάθηκαν, γνωρίζοντας τι ακριβώς είχαν τραβήξει οι Choctaw.

Δύο πόλεμοι μεταξύ Σεμινόλε και αμερικανικής κυβέρνησης καταγράφονται και απέβησαν αμφότεροι άκαρποι για το ινδιάνικο στοιχείο. Όσοι δεν σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης, κυνηγήθηκαν λυσσαλέα. Και όσοι από αυτούς γλίτωσαν τον φόνο, φορτώθηκαν σε καράβια για τον νέο καταυλισμό.

Το 1834 ήταν σειρά των 15.000 Κρικ να βαδίσουν τον δρόμο ως την Οκλαχόμα. Κάπου 3.500 από αυτούς δεν θα έφταναν ποτέ.

Η αντίσταση των Τσερόκι

Ο Άντριου Τζάκσον κυνηγούσε Ινδιάνους ως στρατηγός του αμερικανικού στρατού για χρόνια και χρόνια και έμαθε να τους μισεί. Γι’ αυτό και η νέα σταυροφορία που εγκαινίασε ως πρόεδρος πια ήταν τόσο ανηλεής.

Ο νόμος απαγόρευε μάλιστα στην κυβέρνηση να εξαναγκάσει τους Ινδιάνους σε φυγή. Έπρεπε να εξασφαλίσουν με δίκαιο τρόπο τη συμφωνία τους και η μετεγκατάσταση να γίνει «νόμιμα, εθελοντικά και ειρηνικά», όπως τονιζόταν. Μόνο που ο νομοθέτης δεν υπολόγισε ούτε τη δύναμη του προέδρου ούτε το μίσος του συγκεκριμένου προέδρου για τους γηγενείς.

Μέσα σε όλα, οι Τσερόκι προσπάθησαν να στρέψουν το σύστημα του λευκού εναντίον του. Όταν η πολιτεία της Τζόρτζια άρχισε να επεκτείνεται στα εδάφη των Τσερόκι και να λεηλατεί τα κοιτάσματα χρυσού τους, ο John Ross, ο πρώτος εκλεγμένος κυβερνήτης τους με τα πρότυπα του λευκού, έσυρε την πολιτεία στο Ανώτατο Δικαστήριο!

Ο Ross ήταν εξάλλου παιδί της πολιτικής του λευκού περί «εκπολιτισμού». Ανήκε σε μια νέα γενιά μεικτών ινδιάνικων οικογενειών με εξαιρετικά μορφωμένους γιους.

Οι Τσερόκι είχαν «εκπολιτιστεί» περισσότερο από τους άλλους, οι κοινωνίες τους διαπνέονταν πλέον από τους νόμους του λευκού, και ο ίδιος ο Ross είχε εμπειρία πάνω από 3 δεκαετίες ως επίσημος διαπραγματευτής της φυλής του με την Ουάσιγκτον.

Το 1831 πήγε λοιπόν την Τζόρτζια στο Ανώτατο Δικαστήριο και πράγματι δικαιώθηκε: ο λευκός δικαστής αναγνώρισε πως η πολιτεία δεν είχε καμία δικαιοδοσία στα εδάφη των Τσερόκι. Σε δεύτερη απόφασή του όμως την επόμενη χρονιά, ο ανώτατος δικαστής έκρινε πως αυτή τη δικαιοδοσία την είχε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Ο Τζάκσον προσπάθησε να δωροδοκήσει τον Ross, κοστολογώντας τον ξεριζωμό του λαού του στα 3 εκατ. δολάρια. Όταν εκείνος αρνήθηκε, ο πρόεδρος έδωσε 5 εκατ. δολάρια στους πολιτικούς του αντιπάλους στη συνέλευση των Ινδιάνων.

Κι έτσι, παρά το γεγονός ότι οι Τσερόκι δεν ήθελαν να φύγουν, οι αρχηγοί τους υπέγραψαν τη συμφωνία της ντροπής τον Δεκέμβριο του 1835.

Ο Ross προσπάθησε να ακυρώσει δικαστικά τη συμφωνία, συγκεντρώνοντας την υπογραφή 16.000 Τσερόκι. Όσους αριθμούσε δηλαδή η φυλή. Ακόμα κι έτσι όμως απέτυχε. Το Κογκρέσο επικύρωσε την προδοτική συμφωνία των πληρωμένων λίγων.

Μέχρι το 1838 οι ΗΠΑ είχαν εξάλλου νέο πρόεδρο, δυστυχώς όμως για τους Τσερόκι μοιραζόταν τις ίδιες απόψεις με τον προκάτοχό του.

Ο νέος και 8ος πρόεδρος των ΗΠΑ, Μάρτιν βαν Μπιούρεν, έδωσε εντολή να μαντρώσουν τους 16.000 Τσερόκι σε κέντρα κράτησης, κάτι παλιά φρούρια στο Τενεσί κυρίως. Εκεί υπέφεραν ανείπωτα δεινά, μεταξύ αυτών και βιασμούς των γυναικών τους από τους λευκούς φύλακες. Όποιος πιανόταν να προσπαθεί να αποδράσει, εκτελούνταν επιτόπου.

Η μεταφορά μάλιστα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τον στρατό ήταν τόσο βίαιη και μανιασμένη που δεν δινόταν καν χρόνος στους Ινδιάνους να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους. Ή τα παιδιά τους. Πολλά έμειναν πίσω γιατί έλειπαν απλώς από τον καταυλισμό όταν κατέφτασαν οι στρατιώτες.

Έπειτα από έναν μήνα που δεν είχε μείνει ελεύθερος Τσερόκι στην περιοχή, ήταν ώρα και γι’ αυτούς να βαδίσουν το Μονοπάτι των Δακρύων. Οι πρώτες ομάδες ξεκίνησαν το καλοκαίρι, ο χειμώνας κρίθηκε ωστόσο πιο κατάλληλος, καθώς θα έφταναν σίγουρα λιγότεροι στην άλλη όχθη του Μισσισσιπή.

Αυτά τα 2.000 σχεδόν χιλιόμετρα του ταξιδιού θα στερούσαν τη ζωή σε 5.000 Τσερόκι, από την πείνα, τις κακουχίες, τις αρρώστιες, αλλά και την εγκληματική αμέλεια των λευκών.

Που πλέον είχε μετατραπεί σε δολοφονική έχθρα. Όσο για αυτά τα 5 εκατ. δολάρια που υποσχέθηκαν στους εύπιστους αρχηγούς για να εκκενώσουν τα πατρώα εδάφη, δεν θα τα έπαιρναν οι Τσερόκι παρά δύο δεκαετίες αργότερα.

Ακόμα χειρότερα, έβαλαν ύπουλα υπεύθυνο της πορείας τον αρχηγό John Ross, ώστε να πέσει πάνω του η ευθύνη. Αυτός χώρισε τους Τσερόκι σε 13 αποστολές των χιλίων ανθρώπων, δεν μπορούσε ωστόσο να αποσοβήσει το έγκλημα.

Παρά το γεγονός ότι για τα νούμερα δεν συμφωνούν όλοι, τη μεγαλύτερη συναίνεση των ιστορικών συγκεντρώνει ο αριθμός των 15.000 νεκρών που έπεσαν άδοξα στο Μονοπάτι των Δακρύων.

Όσο για τα νέα εδάφη των Ινδιάνων, δεν έμελλε να μακροημερεύσουν. Το 1907 η Οκλαχόμα έγινε πολιτεία των ΗΠΑ και όλη η γη πέρασε στα χέρια του κράτους. Του κράτους του λευκού.

Επισήμως «συγγνώμη» ζήτησε η Αμερική από τους Ινδιάνους τον Δεκέμβριο του 2009, όταν ο Μπαράκ Ομπάμα υπέγραψε ένα ψήφισμα που περιλάμβανε και μια δημόσια απολογία για όλες τις αμερικανικές φυλές που υπέστησαν αδικίες.

Ακόμα κι εδώ υπήρχε ωστόσο η υποσημείωση πως η απολογία δεν έχει καμία βαρύτητα στο δικαστήριο, σε περίπτωση αξίωσης αποζημιώσεων κατά του αμερικανικού Δημοσίου…

newsbeast.gr

Πηγή