Το 64% του κοινού επιθυμεί οι περίοδοι των εκπτώσεων να διαρκούν περισσότερο μέσα στο έτος, κάτι που άλλωστε φαίνεται ότι είναι και η πρόθεση της πολιτείας.
Σε τελευταία έρευνα του Οκτωβρίου 2019 καταγραφής των καταναλωτικών τάσεων στο λιανικό εμπόριο, του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος με την υποστήριξη του εργαστηρίου ΕLTRUN του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, καταγράφεται μεταξύ άλλων ευρημάτων και η οικονομική πίεση που αντιμετωπίζει το ελληνικό καταναλωτικό κοινό. Συγκεκριμένα, το 74% του κοινού ξοδεύει πάνω από το 80% του διαθέσιμου εισοδήματός του σε μηνιαία βάση για να καλύψει τις ανάγκες του, ενώ το 10% ξοδεύει πάνω από 100%, πρακτικά δηλαδή δανείζεται με κάποιον τρόπο για να καλύψει τις ανάγκες του. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δαπάνες για τους μηνιαίους λογαριασμούς ανέρχονται στο 25% του εισοδήματος, όσο είναι δηλαδή και οι δαπάνες για αγορές προϊόντων. Οι φόροι ακολουθούν με 19% και οι υπηρεσίες με 15%.
Αθροιστικά, οι πάγιες δαπάνες σε λογαριασμούς και φόρους ανέρχονται κατ’ εκτίμηση στο 44% του διαθέσιμου εισοδήματος. Ενώ η τάση και στις δύο αυτές κατηγορίες δαπανών είναι να αυξηθούν, όπως καταγράφεται στον δείκτη τάσης μεταβολής δαπανών, έναντι των δαπανών σε αγορές προϊόντων και υπηρεσίες για τις οποίες η τάση είναι αρνητική.
Οσον αφορά την ταξινόμηση αυτών των λιανικών αγορών η κύρια κατηγορία είναι τα τρόφιμα και ποτά με ποσοστό 41%. Ακολουθεί η εστίαση με 12%, τα είδη ρουχισμού με 10% και τα φάρμακα με 8%. Επιπλα και παιχνίδια – είδη δώρων έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά με 3%. Η σημασία των κατηγοριών, αλλά και γενικότερα η σημασία των αγορών στην καθημερινότητα του κοινού καταγράφεται στον μέσο αριθμό επισκέψεων για την πραγματοποίηση λιανικών αγορών ανά έτος. Συγκεκριμένα, 118 ημέρες ανά έτος πραγματοποιούνται κατά μέσον όρο αγορές τροφίμων και ποτών (περίπου 3 ημέρες την εβδομάδα) και ακολουθούν 66 μέρες η εστίαση περίπου δηλαδή 1 ημέρα την εβδομάδα, και τα φάρμακα με 15 ημέρες ανά έτος. Σημαντικό όμως ρόλο στην επισκεψιμότητα παρατηρείται να έχει η τάση των καταναλωτών να αναζητούν προσφορές και εκπτώσεις. Και συγκεκριμένα το 63% του κοινού δηλώνει ότι «κυνηγάει τις προσφορές», ενώ μόλις 7% δεν το κάνει. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 58% του κοινού περιμένει τις προσφορές και τις εκπτώσεις για να πραγματοποιήσει αγορές, κάτι που δείχνει και το πόσο επηρεάζεται η πορεία του κύκλου εργασιών των εταιρειών του λιανεμπορίου μέσα στον χρόνο. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που το 64% του κοινού επιθυμεί οι περίοδοι των εκπτώσεων να διαρκούν περισσότερο μέσα στο έτος, κάτι που άλλωστε φαίνεται ότι είναι και η πρόθεση της πολιτείας.
Από την προηγούμενη ανάλυση συνάγεται ότι η διάχυση της κατανάλωσης, παρά τη βαριά δημοσιονομική επιβάρυνση που έχουν υποστεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις, βρίσκεται σε επίπεδα εξαιρετικά υψηλά μέχρις σημείου να απευθύνονται οι καταναλωτές και σε εξωτερικό δανεισμό προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες ή στις προσδοκίες αναγκών που έχουν δημιουργήσει. Η εξήγηση αυτού του φαινομένου καταναλωτισμού έχει τόσο αρνητικές όσο και θετικές συνέπειες. Οι αρνητικές συνέπειες συνδέονται με την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου όταν τα προϊόντα που καταναλώνονται είναι εισαγόμενης προέλευσης, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος της χώρας. Οι θετικές συνέπειες συναρτώνται με την αλλαγή του τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς του σύγχρονου καταναλωτή που επιδιώκει τη διασύνδεση κάλυψης των λειτουργικών αναγκών του με τη δημιουργία αξίας μέσω της απόκτησης ρόλου π.χ. ενός brand-name προϊόντος στην προσωπικότητα των πελατών που απευθύνεται. Από την άλλη, στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταθεί κανείς στην αντίληψη ότι ο σύγχρονος καταναλωτής στοχεύει όχι απλά στην ικανοποίηση των αναγκών του αλλά και στην ταυτόχρονη ψυχαγωγία, διασκέδαση, (π.χ. επιλογή κινηματογράφου, εστιατορίου κ.ά.) κατά τη διάρκεια των αγορών του, πράγμα που προσφέρεται τόσο μέσω των μεγάλων καταστημάτων-αλυσίδων, των πολυκαταστημάτων και εμπορικών κέντρων όσο και των μικρότερων καταστημάτων μέσω της προσωπικής πλέον εξυπηρέτησης. Στην ουσία αυτό που απολαμβάνει ο καταναλωτής είναι η λεγόμενη εμπειρία αγοράς και η εξιδανικευμένη ατμόσφαιρα καταστήματος, όπου μετατρέπεται η απλή αγορά ενός προϊόντος σε ένα «πανηγύρι» χαράς και εκδρομικής ατμόσφαιρας που συμμετέχουν και ικανοποιούνται οι αισθήσεις των καταναλωτών. Επίσης παρατηρούμε τη σημαντικότητα των ειδικών τιμών-προσφορών κατά την επιλογή των προϊόντων, αφού το 63% των καταναλωτών δείχνει ότι πραγματοποιεί τις αγορές του λόγω των προσφορών. Η δυναμική αντίσταση της κατανάλωσης φαίνεται και από το εύρημα ότι οι πάγιες μηνιαίες δαπάνες σε λογαριασμούς αντιπροσωπεύουν γύρω στο 25% του εισοδήματος, περίπου ίδιο με το ποσοστό που δαπανάται για αγορές προϊόντων. Παρά δηλαδή τις μηνιαίες επιβαρύνσεις των καταναλωτών που «ροκανίζουν» το μηνιαίο εισόδημα, η διαφυγή των καταναλωτών σε αγορές προϊόντων παραμένει αμείωτη, κάτι που ωστόσο μας υποψιάζει ότι τελικώς αγορά ενός προϊόντος σημαίνει και αποκατάσταση της ψυχολογικής ισορροπίας του καταναλωτή.
Σε όλα αυτά βέβαια υπάρχει και μια μέση λογική λύση, όπου στο πλαίσιο αυτής της λύσης η κατανάλωση είναι δυνατόν να λειτουργήσει ευεργετικά για το εμπορικό ισοζύγιο και την οικονομία. Και η λύση αυτή σχετίζεται με την αναδιάρθρωση του λεγόμενου αναπτυξιακού μοντέλου της οικονομίας μας. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται τη μεταστροφή της οικονομίας από την εσωστρεφή εισαγόμενη κατανάλωση στην εξωστρεφή παραγωγή και κατανάλωση με την προϋπόθεση βέβαια ενδυνάμωσης του παραγωγικού ιστού της χώρας, ώστε να πληροί κριτήρια ανταγωνιστικότητας και το τελικό παραγόμενο προϊόν να εκτίθεται σε συμφερότερη και ελκυστικότερη τιμή σε σχέση με το εισαγόμενο.
Αυτό στη συνέχεια με τη σειρά του θα ανοίξει βεβαίως και τον δρόμο των εξαγωγών σε προϊόντα καινοτόμα, μοναδικά, ελληνικής παραγωγής, γνησιότητας και αυθεντικότητας αλλά και τοπικής ιδιαιτερότητας, υψηλής προστιθέμενης αξίας, ικανά να αναμετρηθούν με άλλα αντίστοιχα διεθνή ανταγωνιστικά προϊόντα. Και αυτό τελικά είναι το μυστικό της επιτυχίας, ότι θα συνδράμει στην αύξηση του ΑΕΠ και στη μεγέθυνση του πλούτου στη χώρα μας, μια και ούτε μπορούμε να παραγνωρίσουμε τη συμβολή της κατανάλωσης που αντιστοιχεί στο 75% του ΑΕΠ, αλλά αντίστοιχα μπορούμε να την κατευθύνουμε σε εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, που με τα δυνατά συγκριτικά τους πλεονεκτήματα θα διεισδύσουν και στις ξένες αγορές.
* Ο κ. Γιώργος Δουκίδης είναι καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
** Ο κ. Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ.