Στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 έμελλε να γραφτεί μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στις ελληνικές θάλασσες. Ένα ναυάγιο, το οποίο σημάδεψε κυρίως την Κρήτη, αλλά και την Ελλάδα και από τότε παραμένει μία μαύρη σελίδα στην ελληνική ακτοπλοΐα.

Το επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο «Ηράκλειον», το οποίο εκτελούσε το δρομολόγιο Χανιά-Πειραιάς βυθίζεται κοντά στην βραχονησίδα Φαλκονέρα (23 ν.μ. βορειοδυτικά της νήσου Μήλου) και στα νερά του Αιγαίου χάνονται περισσότεροι από 200 άνθρωποι, αν και ποτέ δεν έγινε γνωστός ο ακριβής αριθμός των νεκρών.

Το χρονικό της τραγωδίας

Το πλοίο είχε ναυπηγηθεί στη Γλασκόβη το 1949 ως δεξαμενόπλοιο με το όνομα «Λέστερσαϊρ», για λογαριασμό αγγλικής εταιρείας. Είχε χωρητικότητα 8.922 κόρων, μήκος 498 πόδια, πλάτος 60 πόδια, βύθισμα 36 πόδια και ανέπτυσσε ταχύτητα 17 κόμβων. Το 1964, μετά τη μετασκευή του σε οχηματαγωγό, περιήλθε στην εταιρεία των Αδελφών Τυπάλδου («Typaldos Lines») και από το 1965 δρομολογήθηκε στις ακτοπλοϊκές γραμμές της Κρήτης.

Το πλοίο επρόκειτο να αποπλεύσει στις 7 μ.μ. της 8ης Δεκεμβρίου 1966 από το λιμάνι της Σούδας με προορισμό τον Πειραιά, ωστόσο καθυστέρησε περίπου 20 λεπτά εξαιτίας σύσκεψης η οποία πραγματοποιήθηκε στο Λιμεναρχείο Χανίων. Αφορμή στάθηκε η καθυστέρηση της άφιξης στο λιμάνι ενός φορτηγού-ψυγείου, βάρους 25 τόνων, το οποίο μετέφερε εσπεριδοειδή.

Ο λιμενάρχης Χανίων εξέφρασε επιφυλάξεις για την είσοδο του φορτηγού στο πλοίο, λόγω του βάρους του, ωστόσο, παρά τις αντιρρήσεις, δόθηκε άδεια απόπλου. Το ψυγείο-φορτηγό φορτώθηκε και το πλοίο αναχώρησε για τον προορισμό του στις 7:20 το βράδυ.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έπνεαν στο Αιγαίο ισχυροί άνεμοι εντάσεως έως 9 μποφόρ, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής. Την ώρα που το πλοίο βρισκόταν κοντά στη βραχονησίδα Φαλκονέρα, στα όρια του Κρητικού με το Μυρτώο Πέλαγος, το βαρύ φορτηγό – ψυγείο, συγκρούεται με δύναμη με τα πλευρικά τοιχώματα και την πόρτα εισόδου, καθώς έχει τοποθετηθεί χωρίς – όπως κατέθεσαν εκ των υστέρων και μέλη του πληρώματος – να έχουν ληφθεί όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την ασφαλή πρόσδεσή του. Ένα δυνατό χτύπημα σπάει τη μία από τις δύο μπουκαπόρτες. Τα νερά εισβάλλουν.

Στις 02:06 ο ασυρματιστής εξέπεμψε το πρώτο αγωνιώδες SOS «Πορθμείον Ηράκλειον. Αυτήν την στιγμήν ανηρπάγη η πόρτα της δεξιάς πλευράς. Θέσις πλοίου επικίνδυνος» ενώ παράλληλα η κλίση αυξανόταν με επιταχυνόμενο ρυθμό και το πλοίο ανέκοπτε την ταχύτητά του. Στη γέφυρα οι αξιωματικοί έκαναν απελπισμένες προσπάθειες, όμως το πλοίο έγερνε κι άλλο κι άρχισε να βυθίζεται. Στις 02:07 σήμανε συναγερμός. Μοιράστηκαν σωσίβια και ρίχτηκαν οι βάρκες στη θάλασσα. Στις 2:13, μόλις 8 λεπτά από το πρώτο σήμα κινδύνου, ο ασύρματος του Ηράκλειον εξέπεμψε για τελευταία φορά: «SOS! Πορθμείον Ηράκλειον SOS, βυθιζόμεθα! Στίγμα 36.52 βόρειον και 24,8 ανατολικόν! SOS βυθιζόμεθα!». Μετά σιγή…

Η επιχείρηση διάσωσης και οι μαρτυρίες για την μοιραία νύχτα

Αμέσως σήμανε συναγερμός στο Λιμενικό. Ενημερώνονται όλα τα λιμεναρχεία αλλά ο Πειραιάς, η Σύρος και όλα τα λιμεναρχεία της Κρήτης δεν μπορούν να προσφέρουν βοήθεια γιατί δεν έχουν τα μέσα. Ενημερώνεται ο αρχηγός του Λιμενικού Σώματος οποίος με την σειρά του ενημερώνει τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας και αυτός με την σειρά του τον υπουργό Εθνικής Άμυνας. Εμπορικά και πολεμικά πλοία φθάνουν με καθυστέρηση στο σημείο, λόγω των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην θαλάσσια περιοχή. Ενημερώνεται στη συνέχεια και το αρχηγείο Αεροπορίας κι ένα αεροσκάφος (ντακότα) απογειώθηκε από το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας ενώ λίγα λεπτά μετά το ακολούθησαν άλλα δύο.

Τα πρώτα μηνύματα από τα καράβια που κατέπλευσαν στον τόπο της τραγωδίας, στις 8:30 το πρωί, ήταν αποκαρδιωτικά: ούτε ένα συντρίμμι από το ναυάγιο και πολύ περισσότερο ούτε ίχνος επιζώντων.

Στις 10 το πρωί οι Αρχές εντόπισαν το πρώτο εύρημα. Το μοιραίο φορτηγό. Μισή ώρα αργότερα, βρέθηκε η πρώτη σχεδία ναυαγού, για να αναπτερώσει τις ελπίδες για επιζώντες. Ωστόσο, τα συνεργεία διάσωσης και τα πλοία που έσπευσαν στον τόπο του ναυαγίου κατάφεραν να περισυλλέξουν μόνο 47 επιζώντες και 25 σορούς.

Οι 47 διασωθέντες μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία του Πειραιά και της Αθήνας, όπου έφτασε ο Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου για να αντικρίσει τα παγωμένα πρόσωπα των ναυαγών: «Τα πρόσωπά τους ήταν τόσο άγρια από την όλη προσπάθεια, που δεν είχαν συνέλθει ακόμα. Αυτοί πάντως σώθηκαν. Οι άλλοι χάθηκαν για πάντα…».

Οι βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές, γενικά συμφωνούν στον αριθμό όσων ναυαγών διασώθηκαν (47) και στον αριθμό των σορών που βρέθηκαν και κηδεύτηκαν (μόλις 25 σοροί περισυνελέγησαν και κηδεύτηκαν). Αναφέρουν όμως ενίοτε διαφορετικό αριθμό θυμάτων του τραγικού ναυαγίου. Το ότι δεν υπάρχει στα δημοσιεύματα, έντυπα και διαδικτυακά ένας ενιαία αποδεκτός αριθμός των θυμάτων, εξηγείται από μαρτυρία στην εφημερίδα «Πατρίς» Χανίων: «Πολλά τα θύματα και ανεξακρίβωτος ο αριθμός τους, καθώς οι περισσότεροι έκοβαν εισιτήριο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κι έτσι δεν αναφέρονταν στις λίστες των επιβατών…»

Ο πλοίαρχος του πλοίου «Ηράκλειον» Εμμανουήλ Βερνίκος, αν και ήταν ο πρώτος που έπεσε στη θάλασσα φέροντας σωσίβιο, όπως είπαν οι διασωθέντες αξιωματικοί, ποτέ δεν βρέθηκε (επιζών ή η σορός του).

Γύρω στις 12 το μεσημέρι, όλη η Ελλάδα πλέον γνωρίζει για το τραγικό συμβάν και δεκάδες άνθρωποι συρρέουν στα γραφεία της εταιρείας Τυπάλδου σε Χανιά και Πειραιά. Θέλουν να μάθουν τι απέγιναν τα δικά τους πρόσωπα. Σκηνές αλλοφροσύνης, με ξεφωνητά χαράς να εναλλάσσονται με σπαρακτικούς θρήνους, εκτυλίχθηκαν για ώρες, μέχρι να μεταφερθούν όλοι οι επιζώντες στο νοσοκομείο. Την ίδια ώρα τα Χανιά βυθίζονται στο πένθος. Τα μαγαζιά έκλεισαν, οι σημαίες ανέμιζαν μεσίστιες σε σπίτια και δημόσια κτίρια, μοιρολόγια ακούγονταν σε κάθε δρομάκι.

Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου κηρύσσει πένθος για μία εβδομάδα. Τα μέσα ενημέρωσης μιλούν για καιρό για αυτή τη ναυτική τραγωδία.

Συγκλονιστικές είναι οι μαρτυρίες για την τραγωδία στη Φαλκονέρα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.

Ο Σταύρος Λαγωνικάκης, από τους λίγους επιβάτες που διασώθηκαν, με τη σκέψη του να γυρίζει γύρω από το λίγων μηνών γιο του, περιγράφει πώς κατάφερε να σωθεί σε ένα αφιέρωμα του «Κρήτη TV»: «Από τα μεσάνυχτα μέχρι περίπου τις 2 το πρωί άκουγα βαρέλια να χτυπούν στα αμπάρια λόγω του έντονου κυματισμού. Όταν το καμπανάκι του κινδύνου ήχησε, δε θα καταλάβαινα ότι το σκάφος βυθιζόταν αν δεν πήγαινα να σηκωθώ και να διαπιστώσω ότι όλα είχαν γυρίσει σχεδόν ανάποδα. Μέχρι να φτάσω στο σαλόνι περπατώντας – κυριολεκτικά στα τέσσερα – τα φώτα έσβησαν. Κατάφερα να πεταχτώ έξω, μόνο και μόνο γιατί είχα εντοπίσει πού ήταν το πλατύσκαλο».

Ένα κασόνι ήταν η σωτηρία για τον ίδιο και δύο ακόμη άνδρες ναυαγούς. Η κοπέλα που ήταν μαζί τους πνίγηκε, πριν προλάβουν να την ανασύρουν οι ναύτες του πολεμικού «Σύρος», που έσωσαν τους υπόλοιπους.

Η εικόνα της κοπέλας αυτής είναι η πιο οδυνηρή ανάμνηση για τον τότε μάχιμο σημαιοφόρο του «Σύρος» κ. Γιάννη Κοκκινόβραχο. «Δύο φορές προσπαθήσαμε να την ανεβάσουμε στο κατάστρωμα, αλλά ο γάντζος έφευγε. Την τρίτη φορά, όταν καταφέραμε να την πιάσουμε από το εσώρουχο, ήταν πλέον πολύ αργά. Τόσα χρόνια δεν ήθελα να το θυμάμαι. Η ανάμνηση αυτή είναι οδυνηρή. Νιώθω πως φταίω και εγώ που δεν τη σώσαμε».

Ο Γιώργος Μανουσουδάκης, 16 χρονών τότε, ταξίδευε μαζί με τον αδερφό του, ο οποίος εργαζόταν ως οδηγός φορτηγού. Ο αδερφός του, μαζί με ένα ακόμη άτομο, κατάφερε να ανοίξει μία από τις μπουκαπόρτες, όμως ήταν ο μόνος που κατάφερε να βγει από το πλοίο που βυθιζόταν… «Βρήκα ένα σωσίβιο και το φόρεσα όσο βρισκόμουν πάνω στην κουπαστή του πλοίου, που είχε γείρει. Ένα κύμα με πέταξε μακριά και γλίτωσα από τη δίνη του πλοίου. Τον αδελφό μου δεν τον ξαναείδα ποτέ».

Μνημείο στα Χανιά, αφιερωμένο στα θύματα του ναυαγίου του «Ηράκλειον»

Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση -τότε- του υποπλοίαρχου Αλέξανδρου Στεφαδούρου: «Περίπου στις 2 τα ξημερώματα άκουσα έναν κρότο. Γύρισα το κεφάλι μου, και είδα να ανοίγει η μπουκαπόρτα και να πέφτει στη θάλασσα ένα αυτοκίνητο ψυγείο που κουβαλούσε τρόφιμα». Ο ίδιος, τότε, άφησε αιχμές για τον τρόπο με τον οποίο τοποθετήθηκε στο πλοίο εγκάρσια το φορτηγό ψυγείο, το οποίο έφτασε την τελευταία στιγμή και δεν ασφαλίστηκε κατάλληλα: «Όταν το πλοίο πήρε κλίση από την εισροή υδάτων, ο πλοίαρχος Εμμανουήλ Βερνίκος έδωσε το σύνθημα δια κωδωνοκρουσιών. Μετά τον αντελήφθην να χάνει την ψυχραιμία του. Κατά τη γνώμη μου βασική αιτία δεν ήταν το όχημα. Το πλοίο είχε υποστεί πριν από μία εβδομάδα επισκευές. Έκλεισαν ρωγμές στο διαμέρισμα του αμαξοστασίου κατά τρόπο πλημμελή, από το οποίο ίσως να συνέρρευσαν ύδατα».

Ο οδηγός του μοιραίου φορτηγού που βύθισε το «Ηράκλειον» περιέγραψε στη Μηχανή του Χρόνου το 2004 πώς φορτώθηκε πρόχειρα στο γκαράζ και δεν ακινητοποιήθηκε το φορτίο με αποτέλεσμα η κακοκαιρία να το ρίξει πάνω στην μπουκαπόρτα και να ανοίξει: «Δεν είχαν δέσει το όχημα και την μπουκαπόρτα συγκρατούσε ένα συρματόσχοινο».

Η δίκη

Η δίκη των κατηγορουμένων άρχισε στις 19 Φεβρουαρίου 1968 στο Κακουργιοδικείο Πειραιά. Η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στις 21 Μαρτίου 1968. Ο ένας από τους πλοιοκτήτες του «Ηράκλειον» Xαράλαμπος Τυπάλδος και ο διευθυντής της εταιρείας Παναγιώτης Κόκκινος καθώς και δύο αξιωματικοί του πλοίου καταδικάστηκαν με ποινές φυλάκισης από πέντε ως και επτά έτη. Στις 9 Ιανουαρίου 1969 ο δικαστικός φάκελος της υπόθεσης έκλεισε οριστικά με απόφαση του Αρείου Πάγου.

Οι ποινές ξεσήκωσαν αντιδράσεις από την πλευρά των συγγενών, οι οποίοι τις θεώρησαν πολύ επιεικείς. Οι ανακρίσεις και οι έρευνες που έγιναν στη συνέχεια, μιλούσαν για εγκληματικά λάθη κατά τη μετασκευή του πλοίου σε φέρι μποτ, βαρύτατες ευθύνες στην έκδοση πλαστογραφημένων πιστοποιητικών αξιοπλοΐας του σκάφους από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, ενώ στις καταθέσεις τους μέλη του πληρώματος του «Ηράκλειον» που διασώθηκαν επεσήμαναν ότι μια βδομάδα πριν το μοιραίο ταξίδι είχαν κλείσει ρωγμές στο γκαράζ του πλοίου κατά πλημμελή τρόπο.

Η ναυτική τραγωδία του «Ηράκλειον» αφύπνισε το ελληνικό κράτος, που προχώρησε στη δημιουργία του θαλάμου επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τη θεσμοθέτηση του απαγορευτικού απόπλου για τα επιβατηγά πλοία σύμφωνα με τις υφιστάμενες κάθε φορά καιρικές συνθήκες και όχι «κατά κρίσιν πλοιάρχου».

Τρία χρόνια μετά μία δεύτερη τραγωδία βρίσκει τα Χανιά

Τρία χρόνια μετά ακόμα μία τραγωδία θα έβρισκε τα Χανιά. Στις 8 Δεκεμβρίου 1969, ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής, που εκτελεί τη βραδινή πτήση Χανιά-Αθήνα, συντρίβεται στην Κερατέα, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους οι 85 επιβάτες και το πενταμελές πλήρωμα. Η 8η Δεκεμβρίου είναι ημέρα διπλού πένθους για τα Χανιά της Κρήτης.

Για το ναυάγιο της Φαλκονέρας γράφτηκε και τραγούδι το οποίο κάνει αναφορά και στο δυστύχημα με το αεροπλάνο της Ολυμπιακής.


Πηγή