Γύρω στο 1350 σε έναν απομακρυσμένο οικισμό της ανατολικής Κρήτης, στις Καρυές της επαρχίας Μιραμπέλου, δίπλα στη Σητεία, ένας φραγκισκάνος μοναχός από το ενετικό μοναστήρι της Νεάπολης Βίλλα Νουόβα συνάντησε ένα ρακένδυτο αγοράκι, το οποίο ζητιάνευε.
Ονομαζόταν Πέτρος Φιλάργης και μιας και ήταν ορφανός από πατέρα, ο μοναχός τον πήρε στο μοναστήρι ως παιδί για τα θελήματα, θεωρώντας ότι αλλιώς η επιβίωση του μικρού στην πάμπτωχη αυτή περιοχή θα ήταν αμφίβολη.
Πενήντα εννιά χρόνια αργότερα, το 1409, στον καθεδρικό ναό της Πίζας στην Ιταλία, πραγματοποιήθηκε η περίφημη σύνοδος της καθολικής Εκκλησίας, η οποία μετά από ένα μήνα διαπραγματεύσεων κατάφερε να δώσει λύση στο σχίσμα που την είχε ταλανίσει- δύο πάπες, ένας στη Ρώμη και ένας στην Αβινιόν της Γαλλίας, αντιμάχονταν με όλα τα μέσα.
Η σύνοδος, που αποτελούνταν από 22 καρδινάλιους, 4 πατριάρχες, 80 επισκόπους, 120 εκπροσώπους επισκόπων, 320 ηγούμενους μοναστηρίων, 300 διαπρεπείς θεολόγους και πρέσβεις όλων των βασιλέων και των ηγεμόνων του δυτικού κόσμου, κατάφερε να πείσει τελικά τους δύο γέροντες αντιμαχόμενους, τον Ιννοκέντιο Ζ’ της Ρώμης και τον Βένεδικτο ΙΓ’ της Αβινιόν, να παραιτηθούν.
Η εκλογή του ως Πάπας
Η επανένωση της καθολικής Εκκλησίας ήταν μέγα ιστορικό γεγονός. Ένας δραστήριος καρδινάλιος, που είχε συμβάλει τα μέγιστα στην επιτυχία της συνόδου, περιοδεύοντας σε όλη την Ευρώπη και πετυχαίνοντας θαυμαστούς συμβιβασμούς ανάμεσα σε αντιτιθέμενα συμφέροντα ρασοφόρων και βασιλιάδων, εκλέχθηκε νέος πάπας, ο Έλληνας Αλέξανδρος Ε’,
Εκείνη την εποχή ήταν ο πιο διάσημος ιεράρχης της καθολικής Εκκλησίας, ενώ μετά την εκλογή του θεωρείτο ο ισχυρότερος άνθρωπος σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Μόλις η ψηφοφορία ολοκληρώθηκε, ο μεγαλύτερος θεολόγος της εποχής, καγκελάριος του πανεπιστημίου Παρισίων, Γερσώνιος αναφώνησε προς τα μέλη της συνόδου: «Επιτέλους, αποκτήσαμε έναν και μόνο πάπα. Τον εξαίρετο θεολόγο και Έλληνα το γένος, Πέτρο Φιλάργη»….
Το ρακένδυτο αγοράκι από τη Σητεία, το ορφανό ζητιανάκι που είχε πλησιάσει τον καλόγερο για να ζητήσει ένα κομμάτι ψωμί, πενήντα εννιά χρόνια αργότερα έγινε ο πάπας της Ρώμης, στην πιο κρίσιμη μάλιστα περίοδο της καθολικής Εκκλησίας. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να αναφερθούμε διεξοδικά στη θυελλώδη πορεία του Πέτρου Φιλάργη.
Από τη Βίλα Νούοβα του Λασιθίου στην ενετοκρατούμενη Κρήτη, όπου χειροτονήθηκε μοναχός, στην Πάντοβα της Ιταλίας, έπειτα στην Οξφόρδη και στο Παρίσι για θεολογικές σπουδές. Δίδαξε στη Σορβόννη και μετά υπηρέτησε ως ιεραπόστολος στην Πολωνία και στη Βοημία, ως επίσκοπος Πλακεντίας στο Μιλάνο και ως αρχιεπίσκοπος στην ίδια πόλη, ενώ υπήρξε ο διαπραγματευτής της αντιβασιλείας του Μιλάνου με τον πάπα Βονφάτιο Θ’, πριν γίνει καρδινάλιος και μέλος του Κονκλάβιου.
Είχε στην καρδιά του την Κρήτη
Επρόκειτο για μία μυθική αναρρίχηση, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς από που ξεκίνησε ο Φιλάργης. Με μοναδικά εφόδια την εξυπνάδα και τη φιλομάθειά του, κατέκτησε έναν πολυπλόκαμο υπερεθνικό θεσμό, όπως είναι η καθολική Εκκλησία. Δυστυχώς ο Αλέξανδρος Ε’ δεν έζησε παρά ένα χρόνο μετά την ανάρρηση του.
Αν είχε μείνει στον θρόνο περισσότερο θα είχε ίσως επηρεάσει προς το καλύτερο και τη μοίρα της Κωνσταντινούπολης, η οποία τότε παρέπαιε κυκλωμένη απ΄ τους Τούρκους. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, που ζητούσαν βοήθεια από τους Λατίνους χωρίς ανταπόκριση, θα είχαν βρει σίγουρα ένα πολύ αποτελεσματικότερο σύμμαχο στο πρόσωπο του Φιλάργη, ο οποίος ουδέποτε ξέχασε την πατρίδα του.
Όσο ήταν Πάπας πάντως, πρόλαβε να στείλει σημαντικά δώρα σε καθολικούς ναούς της Κρήτης, ενώ δικά του άμφια και σκεύη φυλάσσονταν στον καθολικό ναό του Ηρακλείου μέχρι την κατάληψη της πόλης και τη σύληση των ναών από τους Τούρκους.
Πηγή: Μια σταγόνα ιστορία, του Δημήτρη Καμπουράκη, εκδόσεις Πατάκη.