Σε σημείο καμπής βρίσκεται η τουρκική οικονομία, με την ύφεση, ύστερα από 10 χρόνια, να αναμένεται πως θα ξεπεράσει εφέτος το 5% και τη λίρα να υποχωρεί 20% από την αρχή του έτους, κινούμενη σε ιστορικά χαμηλά ως προς το δολάριο. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας έχουν σχεδόν μηδενιστεί, το έλλειμμα μεγαλώνει και το εξωτερικό χρέος διογκώνεται, αναφέρει η Moody’s, θεωρώντας πως η χώρα οδηγείται σε μια κρίση άνευ προηγουμένου, με τα ακαθάριστα αποθεματικά (εξαιρουμένου του χρυσού) να υποχωρούν στα 46,7 δισ. δολάρια και τα καθαρά αποθεματικά να κινούνται πλέον στα 13 δισ. δολάρια. Περαιτέρω αποδυνάμωση του νομίσματος θα μπορούσε να έχει δραματικές συνέπειες, ενώ, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Goldman Sachs, η κατρακύλα της τουρκικής λίρας θα συνεχιστεί, με την ισοτιμία της ως προς το δολάριο από το 7,33 σήμερα να διαμορφώνεται στο 7,75 το επόμενο τρίμηνο, στο 8 το επόμενο εξάμηνο και στο 8,25 το επόμενο δωδεκάμηνο.
Με τα βασικά επιτόκια εξάλλου στο 8,5% και τον πληθωρισμό κοντά στο 12%, τα πραγματικά αρνητικά επιτόκια οδηγούν όλους να πουλούν λίρες αγοράζοντας δολάρια ή χρυσό, με τους ξένους επενδυτές να έχουν ρευστοποιήσει ήδη μεγάλο μέρος των θέσεών τους σε τουρκικά περιουσιακά στοιχεία, όπως ομόλογα και μετοχές. Οι επιλογές δεν είναι πολλές, ο εκλεκτός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας Μουράτ Ουζάλ, που μείωσε τα επιτόκια από τον Ιούλιο του 2019 εννέα φορές κατά 15,75 ποσοστιαίες μονάδες, στο 8,5%, θα πρέπει τώρα να τα αυξήσει δραματικά ώστε να σταθεροποιήσει το νόμισμα, οδηγώντας όμως την οικονομία σε μεγαλύτερη ύφεση, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη δημοτικότητα του Ερντογάν, ενώ υπάρχει και η επιλογή των capital controls ή και του ΔΝΤ, αν και ορισμένοι θεωρούν πως το τελευταίο ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία. Ο άλλοτε τσάρος της τουρκικής οικονομίας Αλί Μπαμπατζάν εκτίμησε μάλιστα πως ακόμη και αν η Τουρκία προσφύγει σε μια τέτοια λύση, το ΔΝΤ από μόνο του δεν επαρκεί για να καλύψει όλες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.
Δανεισμός σε δολάρια
Σύμφωνα με το Foreign Policy πάντως, το κόλπο του Ερντογάν, ο οποίος έκρυψε τη δεινή οικονομική θέση της χώρας στις τουρκικές τράπεζες, πλησιάζει στο τέλος του. Οπως σημειώνει, καθώς μετά το 2008 η Fed διατήρησε χαμηλά τα επιτόκια για να στηρίξει την οικονομία των ΗΠΑ, οι τουρκικές τράπεζες, δημόσιες και ιδιωτικές, δανείστηκαν φθηνά τεράστια ποσά σε δολάρια. Στη συνέχεια τα δάνεισαν σε τουρκικές εταιρείες, που προτιμούσαν τον δανεισμό σε δολάρια λόγω των φθηνών επιτοκίων, αλλά, καθώς η λίρα υποτιμήθηκε, είναι πιο δύσκολο πλέον να τα εξοφλήσουν. Παράλληλα, ένα μέρος των δολαρίων που δανείστηκαν (από τις τράπεζες) μετατράπηκαν σε λίρες (έναντι τέλους στην Κεντρική Τράπεζα) για να δανείσουν τους πολίτες που ήθελαν αγοράσουν ακίνητα και καταναλωτικά αγαθά. Αν όμως τώρα τα επιτόκια αυξηθούν, το κόστος δανεισμού σε λίρες των τραπεζών θα αυξηθεί πιέζοντας εκ νέου το τραπεζικό σύστημα.
Ελλειμμα δισεκατομμυρίων
Για να στηρίξει την πτώση της λίρας εφέτος, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας δανείστηκε δολάρια από τις εμπορικές τράπεζες της χώρας με αποτέλεσμα να χρωστά πλέον 54 δισ. δολάρια. Ομως, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Goldman Sachs, η Κεντρική Τράπεζα έχει δαπανήσει εφέτος 65 δισ. δολάρια για να στηρίξει τη λίρα, αντιμετωπίζοντας πλέον έλλειμμα δισεκατομμυρίων, την ώρα που το χρέος των τουρκικών εταιρειών σε ξένο νόμισμα φθάνει τα 289 δισ. δολάρια, ενώ η χώρα θα πρέπει να μετακυλίσει το επόμενο 12μηνο και εξωτερικό χρέος αξίας 169,5 δισ. δολαρίων. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, καθώς τα συναλλαγματικά αποθέματα εξαντλούνται, αν η λίρα συνεχίσει να υποχωρεί μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση εταιρειών και τραπεζών, ενώ αν τα επιτόκια αυξηθούν για να στηριχθεί το νόμισμα, η ύφεση θα οδηγήσει σε νέες περιπέτειες την οικονομία. Σύμφωνα με το Foreign Policy, το οικονομικό πείραμα του Ερντογάν δημιούργησε μια ψευδαίσθηση σταθερότητας. Αλλά η απόκρυψη των οικονομικών προβλημάτων της χώρας βαθιά στο τραπεζικό σύστημα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια προσωρινή λύση και πλέον ο χρόνος τελειώνει.
Υφεση-σοκ 20,4% έφερε η πανδημία στη Βρετανία
Υφεση που προκαλεί σοκ (-20,4%) κατέγραψε κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους η βρετανική οικονομία, μετά την πτώση κατά 2,2% του ΑΕΠ τους τρεις πρώτους μήνες του 2020, εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού.
Σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία, η βρετανική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη «χειρότερη ύφεση που έχει καταγραφεί ποτέ», ενώ για το σύνολο του έτους η Τράπεζα της Αγγλίας προβλέπει μείωση του ΑΕΠ κατά 9,5%, αλλά αναμένει βραδύτερη ανάκαμψη το 2021 και επιστροφή στους προ της πανδημίας ρυθμούς το 2022.
Η μεγαλύτερη υποχώρηση του ΑΕΠ καταγράφηκε τον Απρίλιο, οπότε βρίσκονταν σε ισχύ μέτρα σχεδόν ολικού lockdown, με σχεδόν πλήρη παύση της οικονομικής δραστηριότητας και μείωση της παραγωγής κατά 20%.
Τον Μάιο, με την επανέναρξη της λειτουργίας των εργοταξίων και της μεταποιητικής δραστηριότητας, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ανέκαμψε κατά 2,4%, για να ακολουθήσει επιτάχυνση κατά 8,7% τον Ιούνιο.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ύφεση που καταγράφει η βρετανική οικονομία από την έναρξη των τριμηνιαίων στατιστικών μετρήσεων το 1955, επισημαίνει η εθνική στατιστική υπηρεσία.
Οι ιστορικές διαστάσεις της ύφεσης αντανακλούν τους περιορισμούς στις μετακινήσεις και της οικονομικής δραστηριότητας που ίσχυσαν με την επιβολή του lockdown στις 23 Μαρτίου.
Η βρετανική υπηρεσία στατιστικής διευκρινίζει ότι κατά τα δύο τρίμηνα ύφεσης το βρετανικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά 22,1%, λίγο λιγότερο από το -22,7% που καταγράφηκε στην Ισπανία, αλλά περισσότερο από το διπλάσιο του -10,6% που καταγράφηκε στις ΗΠΑ την ίδια χρονική περίοδο.
Ειδικά κατά το δεύτερο τρίμηνο, το Ηνωμένο Βασίλειο εμφανίζει τη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη, χειρότερη από το -18,5% της Ισπανίας και πολύ χειρότερη από το -13,8% της Γαλλίας.
«Εχω πει κατά το παρελθόν ότι μας περιμένουν δύσκολοι καιροί. Τα σημερινά νούμερα το επιβεβαιώνουν. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν ήδη χάσει την εργασία τους και, δυστυχώς, τους επόμενους μήνες θα ακολουθήσουν και πολλοί άλλοι. Αλλά υπάρχουν δύσκολες επιλογές που πρέπει να γίνουν. Θα περάσουμε αυτή τη θύελλα» δήλωσε ο βρετανός υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σουνάκ.
Αυτή η επίδοση του Ηνωμένου Βασιλείου, που έχει καταγράψει επίσης τον υψηλότερο αριθμό θανάτων από την Covid-19, μπορεί επίσης να αποδοθεί στον υψηλό βαθμό εξάρτησης από τον τομέα των υπηρεσιών, στην κατάρρευση της κατανάλωσης κατά τη διάρκεια του lockdown και στον υψηλό βαθμό απασχόλησης γονέων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εργασίες τους για να φροντίσουν τα παιδιά τους.