Όσοι τους γνώριζαν, μιλούσαν για μια μεγάλη αγάπη, για έναν έρωτα που τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να τον γκρεμίσει γιατί είχε γερά θεμέλια, για δύο ανθρώπους που δεν έκαναν ο ένας χωρίς τον άλλο. Για αυτό και όταν έφυγε από τη ζωή ο ένας, εκείνος που έμεινε πίσω δεν άντεξε και σε λιγότερο από ένα χρόνο πήγε να τον συναντήσει.
Ο Κώστας Ρηγόπουλος και η Κάκια Αναλυτή ήταν από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, ένα ερωτευμένο ζευγάρι πάνω και κάτω από τη σκηνή.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1955 και μόλις τρεις μήνες μετά τη γνωριμία τους, παντρεύτηκαν.
Η Κάκια Αναλυτή ήταν τότε 18 χρονών και σπούδαζε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και ο 25χρονος τότε Κώστας Ρηγόπουλος, είχε τελειώσει τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και έκανε τα πρώτα του βήματα στον χώρο της υποκριτικής.
Οι αρχικές αντιρρήσεις των γονιών της ηθοποιού, λόγω του ότι ο Ρηγόπουλος δεν είχε ακόμα καταξιωθεί στον χώρο, γρήγορα εξατμίστηκαν αφού το ζευγάρι έπειθε όποιον το συναναστρεφόταν ότι αυτή η αγάπη ήταν αληθινή.
Έμειναν μαζί για 46 χρόνια, μέχρι το 2001, που τους χώρισε ο θάνατος. Ο Ρηγόπουλος πέθανε σε ηλικία 70 ετών από βαρύ εγκεφαλικό που υπέστη μερικούς μήνες πριν. Η σύζυγός του κατέρρευσε.
Ο Κώστας Ρηγόπουλος, πριν φύγει από τη ζωή, είχε γράψει ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, με τίτλο «Το παραμύθι της ζωής μου». Σε αυτό περιέγραφε τη γνωριμία του και τον έρωτά του με την Κάκια Αναλυτή:
«Στο συνοικιακό θεατράκι της Καλλιθέας λοιπόν είχαμε αρχίσει ήδη πρόβες για το δεύτερο έργο που ήταν το “Φιόρο του Λεβάντε”. Ένα πρωί, ίσως και την πρώτη μέρα που αρχίσαμε πρόβες στο δεύτερό μας έργο, βλέπω μια χαριτωμένη κοπελίτσα να κουβεντιάζει με τον Διονύση τον Παγουλάτο. Αμέσως κάτι σκίρτησε μέσα μου. Μ’ άρεσε αυτή η κοπελίτσα όσο δεν μου είχε αρέσει ποτέ καμία άλλη ως τότε. Μόλις έφυγε ρώτησα τον Νιόνιο, ρε συ Νιόνιο ποια είναι αυτή; Μια νέα ηθοποιός που τελειώνει αυτές τις μέρες την σχολή του Ροντήρη, την λένε Κάκια Αναλυτή, μου λέει. Το άλλο πρωί ήταν κι αυτή στην πρόβα. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με τράβηξε τόσο πολύ σ’ αυτό το κοριτσάκι, ώστε μέσα στις πρόβες και στην εβδομάδα που κράτησε το έργο, ερωτευθήκαμε. Έτσι αστραπιαία δεν μπορούσαμε να κάνουμε ο ένας χωρίς τον άλλον. Κι από τότε πέρασαν 30 χρόνια. Και μπορεί να περάσαμε κάποια συννεφάκια ή κάποια ψιλοβρόχια στη μακρόχρονη αυτή διάρκεια, αλλά δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ μας μια νεροποντή ή μια καταιγίδα που θα κατάφερνε να μας χωρίσει. Το λέω με όλη μου την καρδιά αυτό, είμαι το ίδιο ερωτευμένος με την Κάκια, όπως ήμουνα και τότε. Άσχετο αν η δουλειά μας κάνει πολλές φορές να τα τσουγγρίζουμε, μικρή σημασία έχει αυτό. Δεν ζήσαμε όλα αυτά τα χρόνια με συμβιβασμούς. Αγαπιόμαστε πραγματικά. Είχε γερά θεμέλια από την αρχή αυτός ο έρωτας, για αυτό δεν μπόρεσε να τον γκρεμίσει τίποτα και κανένας ή καμία. Η Κάκια είναι για μένα το παν και είμαι σίγουρος πως το ίδιο είμαι κι εγώ για κείνην. Ο έρωτάς μας άρχισε όπως σας είπα στο Φιόρο του Λεβάντε και φούντωσε πιο πολύ όταν παίξαμε τον “Έβδομο ουρανό”, που ήμασταν το ερωτευμένο ζευγάρι και στην σκηνή. Μεγάλος έρωτας. Αφάνταστη αγάπη, πάθος, στοργή, συμπαράσταση, βοήθεια και όλα τα μεγάλα συναισθήματα που μπορεί να έχει ένας παντοτινός δεσμός. Γελάτε, γελάτε όσο θέλετε και ειρωνευτείτε μας όσο σας αρέσει».
Τα περισσότερα χρόνια του έγγαμου βίου τους, συνυπήρχαν και στο θεατρικό σανίδι και από το γάμο τους απέκτησαν μία κόρη, τη Ζωή.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, δημιούργησαν τον δικό τους θίασο, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το «Αγάπη μου Ουά ουα» την μεγαλύτερη και μακροβιότερη θεατρική επιτυχία της εποχή. Παρόλο που ήταν συνεχώς μαζί, δήλωναν ότι δεν είχαν βαρεθεί ούτε μία στιγμή ο ένας τον άλλο.
Το μεγάλο δέσιμο που είχαν οι δύο ηθοποιοί, έμελε να αποδειχτεί για τελευταία φορά, την 1η Ιουνίου του 2002, όταν η Κάκια Αναλυτή έφυγε ξαφνικά από τη ζωή, σε ηλικία 68 ετών, προδομένη από την καρδιά της. Πολλοί είπαν, ότι δεν άντεξε τον χαμό του συντρόφου της ζωής της.
Αυτό ήταν κάτι που πίστευε και η κόρη τους, ηθοποιός επίσης, Ζωή Ρηγοπούλου, η οποία είχε μιλήσει σε συνέντευξή της για τον θάνατο των γονιών της αλλά και το πώς διαχειρίστηκε η μητέρα της την απώλεια του πατέρα της.
«Ο πατέρας μου “έφυγε” 14 Γενάρη του 2001 και η μάνα μου το 2002. Σαφώς, η μητέρα μου δεν άντεξε μακριά του. Η μάνα μου με τον πατέρα μου ήταν πολύ δεμένοι από μικροί και η ζωή της ήταν πολύ συνυφασμένη με τη δική του. Δεν το βλέπουν όλοι οι άνθρωποι έτσι και ούτε κρίνω αν είναι σωστό ή όχι, ο καθένας νιώθει αυτό που νιώθει. Το πώς θα το διαχειριστείς εσύ που μένεις πίσω είναι δική σου ιστορία, δεν ήταν εύκολο, ήταν πολύ δύσκολο γιατί ακόμα για μένα, στο κεφάλι μου, είναι ζωντανοί. Δε γέρασε κανείς, δεν είδα κανέναν ανήμπορο. Εγωιστικά, δεν συνήθισα στην ιδέα του θανάτου. Ο πατέρας μου δούλευε, όλοι δούλευαν την ώρα που πέθαναν, οπότε ήταν πολύ δύσκολο, αλλά μπορώ να σεβαστώ πάρα πολύ ότι κάποιος θέλει να τελειώσει τη ζωή του έτσι».
Πηγή