Η μείωση των πρωτογενών δαπανών της κεντρικής κυβέρνησης κατά 4,3% σε ετήσια βάση, με την εξαίρεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ήταν αυτή που εξασφάλισε μια σταθερή δημοσιονομική πορεία για το 2019, η οποία θα πρέπει απαραιτήτως να συνεχιστεί και το 2020.
Από την άλλη, η οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος, με την αβάσιμη προσδοκία ότι θα ενισχυθεί η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία λόγω φοροελαφρύνσεων, αφού αυτό το πλεόνασμα κυρίως προέκυψε από τη βαριά δημοσιονομική προσαρμογή, θα πρέπει προφανώς να συσχετιστεί με το ύψος των δαπανών που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Είναι σαφές ότι το χρέος παραμένει δυσβάσταχτο και επιβάλλεται οι δαπάνες εξυπηρέτησής του να υπολείπονται των πλεονασμάτων, καθώς διαφορετικά δεν θα μειώνεται αλλά θα διογκώνεται. Και αυτό ως γνωστόν έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη στα «μάτια» των ξένων στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και στην πιστοληπτική της αναβάθμιση για ένταξη σε επενδυτική βαθμίδα.
Σημειωτέον ότι το swap των ομολόγων του 2017 ελάφρυνε την πληρωμή τόκων που επεκτάθηκαν μέχρι το 2019. Σήμερα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι γύρω στο 3% του ΑΕΠ και, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, τα περιθώρια μείωσης αυτών των πλεονασμάτων είναι ιδιαιτέρως περιορισμένα εφόσον το χρέος συνεχίζει να παραμένει στο 182% του ΑΕΠ και η ανεργία στις 950.000 καταγεγραμμένους ανέργους, η δε προσδοκώμενη ανάπτυξη γύρω στο 2%-2,5% για το 2020 αναμένεται με πολλές επιφυλάξεις και υποσημειώσεις, αν δεν κινητοποιηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας.
Και τούτο, διότι αν περιμένουμε μέσα σε ένα χρόνο αναστροφή του παραγωγικού μοντέλου και του αναπτυξιακού προτύπου της οικονομίας, από την εσωστρεφή κατανάλωση στην εποικοδομητική και εξωστρεφή παραγωγή με εξαγωγικό προσανατολισμό, θα περιμένουμε για πολύ ακόμα.
Μπορεί βεβαίως το όποιο δημοσιονομικό κόστος για την κυβέρνηση, λόγω μείωσης των φορολογικών συντελεστών, να αντισταθμίζεται, τουλάχιστον για το 2020, λόγω π.χ. διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, του φόρου επίσης 22% επί της διαφοράς απαιτούμενου και δηλωθέντος ποσού για ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής κ.ά., αλλά η απειλή είναι και παραμένει απειλή, η δε απαιτούμενη δημοσιονομική ώθηση στην αύξηση του ΑΕΠ για το 2020 προβλέπεται στο 1%.
Ολοι οι δρόμοι λοιπόν οδηγούν στην αύξηση του συντελεστή της ανάπτυξης. Παρά ωστόσο την ελαφρά ανάπτυξη από το 2017, λόγω πρόσθετης ζήτησης, οι εισαγωγές εξακολουθούν να αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνονται τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και αγαθών. Το 85% των εξαγωγών μας είναι βιομηχανικά είδη και η «παλέτα» αυτή εξαγωγών πρέπει να διευρυνθεί, γεγονός που σημαίνει την αύξηση συμμετοχής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ από το 9% στο 12%.
Διεθνώς ανταγωνιστική βιομηχανία, με ΔΕΚΟ που ζουν με κοινωνικά επιδόματα και τις χρηματοδοτήσεις του προϋπολογισμού, δεν μπορεί να αναμετρηθεί με βιομηχανίες άλλων ανταγωνιστικών χωρών.
Αντίστοιχα, διεθνές ανταγωνιστικό λιανεμπόριο –δίχως έξυπνα, καινοτόμα, ισχυρά διαφοροποιημένα και τεχνολογικά προηγμένα προϊόντα με ελκυστικές τιμές και σοβαρά τοπικά, ανταγωνιστικά, συγκριτικά πλεονεκτήματα– δεν μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει προοπτικά.
Οι πολιτικές επιλογές σήμερα ορθώς προβλέπουν και χτίζουν το μέλλον για τις επόμενες γενιές.
Αλλά στο μεσοδιάστημα, χρειάζονται τολμηρές πολιτικές αποφάσεις που αναδιοργανώνουν και αναδιαρθρώνουν τη μεγάλη «πληγή» που λέγεται δημόσια διοίκηση, οριοθετούνται δε στη βάση αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων και χρονοδεσμεύσεων όσον αφορά τις επενδύσεις που έχει τόσο ανάγκη η χώρα.
* Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ.