Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των μεγάλων ξένων ομίλων βρίσκονται οι Ελληνες επιστήμονες που δραστηριοποιούνται από τον κλάδο της ρομποτικής μέχρι αυτόν του RPA (ρομποτικής αυτοματοποίησης διεργασιών).

Ολο και περισσότεροι Ελληνες επιστήμονες και προγραμματιστές προσελκύουν το ενδιαφέρον ξένων τεχνολογικών εταιρειών, με τους τελευταίους να επενδύουν, ακόμη και εν μέσω της πανδημικής κρίσης, στην ποιότητα και στην τεχνογνωσία που αυτοί μπορούν να τους προσφέρουν. Και ενώ παλαιότερα το βλέμμα εταιρειών, όπως η Microsoft, σπάνια θα στρεφόταν προς νέους επίδοξους developers, τώρα, η προτίμησή τους για το εγχώριο ανθρώπινο δυναμικό, ακόμη και μικρών ελληνικών startups, έχει αρχίσει να εκδηλώνεται λίγο πιο έντονα. Εκτός από τα ηχηρά ονόματα της παγκόσμιας τεχνολογικής κοινότητας, σταδιακά αναδύονται στην Ευρώπη και ιδίως στην Αμερική επιτυχημένα παραδείγματα νεοφυών επιχειρήσεων, που –σε αντίθεση με την ισχύουσα τάση– ίδρυσαν πρώτα την εταιρεία τους στο εξωτερικό και στη συνέχεια αποφάσισαν να δημιουργήσουν κέντρα έρευνας και ανάπτυξης στην Ελλάδα.

Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι και η Orfium, η οποία αν και ξεκίνησε από το Λος Αντζελες, έχει φτάσει να αριθμεί στην Ελλάδα πάνω από το 50% του εργατικού δυναμικού της, με την ομάδα να μεταφέρεται πρόσφατα στα παλιά γραφεία της ελληνικής Softomotive, την εταιρεία που εξαγόρασε, πριν από ένα μήνα, η Microsoft. Με την επιθυμία να ενισχύσει την ταυτότητά της στη χώρα μας, η Orfium άντλησε πρόσφατα χρηματοδότηση ύψους 2 εκατ. δολ. από το εγχώριο επενδυτικό κεφάλαιο Big Pi Ventures, στοχεύοντας μέχρι το τέλος του έτους να αυξήσει το δυναμικό της, από 80 άτομα που είναι σήμερα σε πάνω από 100. «Η υψηλή ποιότητα, το χαμηλό κόστος και η παραμονή των υπαλλήλων στις εταιρείες για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι οι λόγοι που οι επιχειρήσεις επιλέγουν την Ελλάδα και τους Ελληνες επιστήμονες», αναφέρει στην «Κ» ο πρόεδρος της Upstream και partner της Big Pi Ventures, Μάρκος Βερέμης.

Ηχηρά ονόματα τους τεχνολογικού κλάδου, όπως η Samsung και η Microsoft, αλλά και λίγο μικρότερες εταιρείες, όπως η αμερικανική Applied Materials και η ιαπωνική Nidec, με κεφαλαιοποίηση κοντά στα 55 δισ. και 38 δισ. δολ., αντίστοιχα, εντόπισαν το τρίπτυχο ποιότητα-πιστότητα-χαμηλό κόστος, επενδύοντας –μέσω εξαγορών– σε Ελληνες επιστήμονες που δραστηριοποιούνται από τον κλάδο της ρομποτικής μέχρι αυτόν του RPA (ρομποτικής αυτοματοποίησης διεργασιών).

Ηταν το 2017 όταν η μικρή νεοφυής εταιρεία Innoetics των επτά εργαζομένων, τεχνοβλαστός του Ερευνητικού Κέντρου Αθηνά, περιήλθε στην «αγκαλιά» της Samsung, αξιοποιώντας την τεχνολογία που έχει αναπτύξει η ελληνική εταιρεία στον κλάδο της μετατροπής κειμένου σε ομιλία (Text-To-Speech). Επειτα, τον Δεκέμβριο του 2019, ο ιαπωνικός κολοσσός Nidec, μία από τις μεγαλύτερες κατασκευάστριες εταιρείες ηλεκτρικών μηχανών παγκοσμίως, απέκτησε την ελληνική Roboteq του Κοσμά Παμπουκτσίδη μαζί με τους 8 μηχανικούς που τότε στεγάζονταν στο κέντρο έρευνας και ανάπτυξης της εταιρείας στο Κορωπί, ενώ πρόσφατα έκανε την εμφάνισή της και η εισηγμένη στο Nasdaq, Applied Materials, παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα της παραγωγής υλικών.

Η αμερικανική εταιρεία «πόνταρε» στην deep tech τεχνολογία της πατρινής εταιρείας Think Silicon που αριθμεί περίπου 20 άτομα, με την προοπτική να ενισχύσει το κέντρο έρευνας και ανάπτυξης στην Αθήνα και στην Πάτρα (επιστημονικό Πάρκο Πατρών) και να επεκτείνει –κατά πληροφορίες– το δίκτυό της ίσως και στη Θεσσαλονίκη, τριπλασιάζοντας το εργατικό δυναμικό της. Τη λίστα έρχεται να ολοκληρώσει η πρόσφατη εξαγορά από τη Microsoft της ελληνικής Softomotive, μία από τις μεγαλύτερες εξαγορές ελληνικής εταιρείας τεχνολογίας που έχει μέχρι στιγμής πραγματοποιηθεί (άνω των 100 εκατ.). Επενδύοντας στον «αλγόριθμο» αλλά και στην τεχνογνωσία της Softomotive που αριθμεί 150 άτομα, ο αμερικανικός κολοσσός, μέσω του εκπροσώπου της, Charles Lamanna, επιβεβαίωσε πρόσφατα την πρόθεσή του να δημιουργήσει κέντρο έρευνας και ανάπτυξης RPA στην Αθήνα.

Εταιρείες που ξεκίνησαν από το εξωτερικό επιστρέφουν στην Ελλάδα

Εκτός  από τις ξένες εταιρείες, υπάρχουν και άλλες μικρότερες, ακόμη και Ελλήνων ιδρυτών, που ενώ ξεκίνησαν από το εξωτερικό, στην πορεία στράφηκαν και προς την Ελλάδα.

Οπως παρατηρούν κύκλοι της αγοράς, τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε ένα κύμα νεοφυών επιχειρήσεων, όπως η Blueground, η Beat, η Workable, που ξεκίνησαν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα και εν συνεχεία επεκτάθηκαν στο εξωτερικό. Πλέον αυτή η τάση έχει αρχίσει να αντιστρέφεται.

Αρκετοί επιστήμονες δημιουργούν εταιρείες στο εξωτερικό και ύστερα στρέφονται στην Ελλάδα, μεταφέροντας εδώ μεγάλο τμήμα Ε&Α. Η Orfium, των Ντρου Ντέλις, Κρις Μαχόνεϊ, Ρομπ Γουέλ και Μιχάλη Πετυχάκη, η οποία έχει αναπτύξει μια πλατφόρμα που εντοπίζει τις περιπτώσεις παραβιάσεων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο, αποτελεί τέτοιο παράδειγμα.

Η εταιρεία ξεκίνησε από το Λος Αντζελες και, λίγο αργότερα, άρχισε να επενδύει και στην Ελλάδα, όπου πλέον διατηρεί και το μεγαλύτερο τμήμα Ε&Α. «Η πρόβλεψή μας είναι να ξεπεράσουμε τα 100 άτομα μέσα στη χρονιά στην Ελλάδα, όταν τον Ιανουάριο του 2020 απασχολούνταν μόλις 40», αναφέρει ο κ. Πετυχάκης, συνιδρυτής και επικεφαλής των τεχνολογικών υπηρεσιών της Orfium (CTO). Ανάλογη πορεία είχε και η Vivante Health. Δημιούργημα του Κίμωνα Αγγελίδη, η εταιρεία έχει εφεύρει τεχνολογία που βοηθάει τους χρήστες να βελτιώσουν την πεπτική τους υγεία, μειώνοντας το κόστος της θεραπείας τους. Επιθυμώντας να δημιουργήσει μια παγκοσμίου φήμης εταιρεία στην Ελλάδα, ο κ. Αγγελίδης ίδρυσε την εταιρεία το 2016 στο Χιούστον, ανοίγοντας γραφεία και στην Αθήνα, στη λεωφόρο Αμαλίας. Τώρα μετράει περίπου 80 άτομα, εκ των οποίων 26 στην πρωτεύουσα.

Ενδιαφέρον για τις δεξιότητες του εγχώριου δυναμικού έχει εκφράσει και μια μικρή εταιρεία, η SERG Technologies, τεχνοβλαστός του Imperial College στο Λονδίνο, και μία από τις πρόσφατες pre-seed επενδύσεις ύψους 450.000 λιρών του Velocity.Partners και δύο angel investors.

Η εταιρεία, δημιούργημα των Ράβι Βαϊντιανάθαν, Σαμ Ουίλσον, Αλεξ Λούις και Χρήστου Καπάτου, έχει αναπτύξει μια συσκευή (wearable device) η οποία μπορεί να «ακούει» τους ήχους των μυών και να μεταφράσει αυτό το ηχητικό σήμα σε ψηφιακό, παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με τη υγεία τους. «Μπορούμε να εντοπίσουμε την υγεία του μυός σε ασθενείς που πάσχουν από Πάρκινσον ή σε άτομα των οποίων τα χέρια τρέμουν», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Καπάτος, CEO της εταιρείας. 

kathimerini.gr