Εντυπωσιακή είναι τις τελευταίες εβδομάδες η ζήτηση για φθηνή ρευστότητα από επιχειρήσεις όλων των μεγεθών.
Διαψεύδοντας τις αρχικές εκτιμήσεις των τραπεζών ότι η αγορά δεν θα μπορέσει να απορροφήσει περισσότερα από 5 δισ. ευρώ εφέτος, οι πελάτες τους σπεύδουν να αξιοποιήσουν τα εργαλεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) για να ενισχύσουν τα ταμεία τους.
Ηδη τα αιτήματα δανειοδότησης έχουν υπερκαλύψει τους αρχικούς προϋπολογισμούς των δύο πρώτων προγραμμάτων, οδηγώντας την κυβέρνηση στην απόφαση ενίσχυσής τους και ενεργοποίησης νωρίτερα σε σχέση με τον αρχικό προγραμματισμό επόμενων κύκλων. Οπως εκτιμούν τραπεζικές πηγές, μέσα στο καλοκαίρι οι χρηματοδοτήσεις από τα εξειδικευμένα COVID-19 προγράμματα θα προσεγγίσουν τα 6 δισ. ευρώ, ενώ είναι θέμα λίγων ημερών οι πρώτες εκταμιεύσεις.
Η αλήθεια είναι ότι το πρώτο διάστημα μετά την ενεργοποίηση των νέων δράσεων επέδειξαν ενδιαφέρον κυρίως μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις. Εβδομάδα με την εβδομάδα όμως, μικρομεσαίες εταιρείες και ελεύθεροι επαγγελματίες απέκτησαν καλύτερη εικόνα για τις ανάγκες τους και την πορεία της αγοράς και αποφάσισαν να υποβάλουν αίτημα δανειοδότησης.
Σύμφωνα με τραπεζική πηγή, τις αμέσως επόμενες ημέρες θα πέσουν στην οικονομία τα πρώτα χρήματα από τη δράση επιδότησης τόκων ΤΕΠΙΧ της ΕΑΤ. Οι τράπεζες έχουν ήδη εγκρίνει 17.000 δάνεια ύψους 1,50 δισ. ευρώ, όσο είναι ο προϋπολογισμός του προγράμματος.
Εχουν στείλει τις υποθέσεις στην ΕΑΤ και πλέον αναμένουν τις εγκριτικές της αποφάσεις, αλλά και τη δέσμευση των σχετικών χρηματοροών από τον κρατικό φορέα, για να υπογραφούν οι συμβάσεις με τους δανειολήπτες και να γίνουν οι εκταμιεύσεις.
Σημειώνεται ότι για τη δράση αυτή υποβλήθηκαν συνολικά 100.000 αιτήσεις για 10,2 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Αδωνις Γεωργιάδης δεσμεύθηκε για ενίσχυσή της με επιπλέον 300-400 εκατ. ευρώ για να ικανοποιηθεί μέρος της ζήτησης.
Το πρόγραμμα εγγυοδοσίας
Μεγάλο είναι το ενδιαφέρον και για το πρόγραμμα εγγυοδοσίας της ΕΑΤ, το οποίο ξεκίνησε στις αρχές Ιουνίου και προβλέπει κρατική εγγύηση για το 80% κάθε δανείου, παράγοντας καθοριστικός για την έγκριση και διαμόρφωση του επιτοκίου.
Μέχρι πριν από λίγες ημέρες είχαν υποβληθεί 53.000 αιτήσεις για 14 δισ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας τον προϋπολογισμό των 3,50 δισ. ευρώ, της πρώτης φάσης της δράσης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, δεδομένου του αυξημένου ενδιαφέροντος από την αγορά, η κυβέρνηση σκοπεύει να ενεργοποιήσει τον δεύτερο κύκλο του προγράμματος, που ήταν προγραμματισμένος για τον Σεπτέμβριο, αρκετά νωρίτερα. Με τον τρόπο αυτόν, μέχρι και το τέλος του 2020 μόνο από τις παραπάνω δύο δράσεις (ΤΕΠΙΧ, Εγγυοδοσίας) θα δοθούν νέα δάνεια 9 δισ. ευρώ.
Επιδότηση ενήμερων δανείων
Ταυτόχρονα καταγράφεται μια μικρή αλλά σταθερή ροή αιτήσεων στο πρόγραμμα τρίμηνης επιδότησης τόκων υφιστάμενων ενήμερων επιχειρηματικών δανείων. Η διστακτικότητα μεγάλης μερίδας δανειοληπτών να λάβουν τη συγκεκριμένη στήριξη, παρότι ήταν δικαιούχοι, αποδίδεται από τραπεζικές πηγές στην υποχρέωση διατήρησης των θέσεων εργασίας έως και το τέλος του 2020.
Ωστόσο, καθώς προχώρησε η άρση των περιοριστικών μέτρων και βελτιώθηκε σε έναν βαθμό η ορατότητα για την πορεία της οικονομίας, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναθεώρησαν την αρχική τους απόφαση και τελικώς υπέβαλαν αίτηση. Σε ορισμένες τράπεζες, μία στις τρεις επιχειρήσεις που πληρούν τα κριτήρια έχουν ήδη μπει στον συγκεκριμένο μηχανισμό στήριξης.
Αναστολή πληρωμών σε δάνεια 10 δισ. ευρώ
Ρευστότητα προσφέρουν οι τράπεζες και με τα προγράμματα αναστολής δόσεων και χρεολυσίων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις αντίστοιχα, για 6 έως 12 μήνες. Τραπεζική πηγή εκτιμά ότι περίπου 10 δισ. ευρώ επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων έχουν ενταχθεί στο καθεστώς αυτό. Πρόκειται περίπου για το 10% των ενήμερων ανοιγμάτων. Αναλυτικά στοιχεία για τον αριθμό και το ποσό των δανείων που εξασφάλισαν την προσφερόμενη περίοδο χάριτος αναμένεται να δώσει στη δημοσιότητα η Ελληνική Ενωση Τραπεζών (ΕΕΤ) τις επόμενες ημέρες.
Ωρα για νέα δάνεια από τη Eurobank μετά το deal με την doValue
Στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας επικεντρώνεται η διοίκηση της Eurobank μετά την προ ημερών ολοκλήρωση του deal με την doValue, που σηματοδοτεί την εξυγίανση του ισολογισμού της.
Η πώληση από την τράπεζα στον ιταλικό όμιλο του 80% της εταιρείας διαχείρισης επισφαλών απαιτήσεων FPS και μέρους των ομολογιών της τιτλοποίησης κόκκινων δανείων ύψους 7,50 δισ. ευρώ (project Cairo) αποτελεί την πρώτη άμεση ξένη επένδυση στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
Μείωση επισφαλειών
Η συμφωνία μάλιστα έκλεισε χωρίς αλλαγές στην αρχική σύμβαση που είχαν υπογράψει οι δύο πλευρές, με εξαίρεση την επέκταση της περιόδου αποκλειστικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων της Eurobank από την FPS κατά τέσσερα χρόνια, στα 14. Στην ελληνική τράπεζα θεωρούν ότι για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της συναλλαγής εν μέσω πανδημίας συνέβαλε αποφασιστικά η εξαιρετική επίδοση της Ελλάδας στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Σημειώνεται πάντως πως τίποτα από τα παραπάνω δεν θα ήταν εφικτό εάν οι μέτοχοι της τράπεζας δεν είχαν εισφέρει από το 2014 έως και σήμερα περισσότερα από 6 δισ. ευρώ μέσω αυξήσεων κεφαλαίου.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας εκτιμά ότι η μείωση των επισφαλειών κατά 31 μονάδες, στα επίπεδα του 15%, επιτρέπει να εστιαστούν πλέον όλες οι προσπάθειες στη στήριξη της εγχώριας επιχειρηματικότητας μέσω νέων χρηματοδοτήσεων. Θεωρεί δε κλειδί για την ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας την οριστική επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων από όλους τους μεγάλους του κλάδου.
Οι άλλες τράπεζες
Τις προηγούμενες ημέρες ολοκληρώθηκε εν μέσω πανδημίας η πρώτη πώληση χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και πανευρωπαϊκά. Ο λόγος γίνεται για το project Icon της Εθνικής Τράπεζας, η οποία έλαβε 330 εκατ. ευρώ για μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα 1,60 δισ. ευρώ, τίμημα δηλαδή ίσο με 21% επί της ονομαστικής τους αξίας. Αγοραστής είναι η Bain, η οποία είχε καταθέσει την αρχική της προσφορά πριν από την τρέχουσα κρίση και παρά το δυσμενές κλίμα διεθνώς επένδυσε στα δάνεια της Εθνικής Τράπεζας, επιτυχία που πιστώνεται στη διοίκησή της.
Εξάλλου, Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank και Εθνική Τράπεζα, με αφορμή την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του α’ τριμήνου, έκαναν γνωστό πως θα επιταχύνουν τις διαδικασίες για το πρόγραμμα τιτλοποιήσεών τους, με στόχο τη μείωση των δεικτών καθυστερήσεων τουλάχιστον κατά 50% ακόμα και μέσα στο 2020.