Η χορήγηση σε ασθενείς με Covid-19 πλάσματος αίματος από αναρρώσαντες «δουλεύει», αρκεί να δοθεί μέσα σε μόνο τρεις ημέρες από την εκδήλωση των συμπτωμάτων της νόσου.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μίας νέας κλινικής δοκιμής σε ηλικιωμένους στην Αργεντινή, που δείχνει ότι, υπό την προϋπόθεση της έγκαιρης χορήγησης, η πειραματική θεραπεία με πλάσμα αίματος από αναρρώσαντες COVID-19 μειώνει τον κίνδυνο σοβαρής εξέλιξης της νόσου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον παιδίατρο-λοιμωξιολόγο δρα Φερνάντο Πόλακ, επιστημονικό διευθυντή του Ιδρύματος INFANT, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine», σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», έκαναν την τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή και ελεγχόμενη με πλασίμπο μελέτη σε 160 ασθενείς άνω των 65 ετών με μέτριας σοβαρότητας COVID-19, από τους οποίους οι μισοί πήραν πλάσμα αίματος από ιαθέντες και οι υπόλοιποι 80 της ομάδας ελέγχου πήραν ψευδοφάρμακο (πλασίμπο).
Διαπιστώθηκε ότι στην πρώτη ομάδα της θεραπείας μειώθηκε ο κίνδυνος επιδείνωσης, δηλαδή σοβαρής COVID-19, σχεδόν στο μισό (κατά 48%).
Πολλές χιλιάδες άνθρωποι σε αρκετές χώρες -και στην Ελλάδα- έχουν δοκιμάσει την εν λόγω θεραπεία, η οποία φαίνεται να έχει αποτελέσματα, εάν δεν καθυστερήσει η χορήγησή της. Το πλάσμα είναι αυτό που μένει από το αίμα μετά την αφαίρεση των ερυθρών και λευκών κυττάρων του και το οποίο περιέχει αντισώματα των δοτών που έχουν νοσήσει από COVID-19.
Όπως ανέφερε ο δρ Πόλακ, η καθυστερημένη χορήγηση της θεραπείας είναι σαν να αφήνει κάποιος έναν κλέφτη να αδειάζει ένα σπίτι για ώρες, πριν αποφασίσει να καλέσει την αστυνομία, καθώς η πρώιμη δόση πλάσματος μπορεί να «φρενάρει» τη μόλις αναπτυσσόμενη λοίμωξη. «Γίνεται σαφές, πλέον, ότι όσο πιο γρήγορα προλάβει κανείς τη λοίμωξη, τόσο πιθανότερο είναι να αποτρέψει τη νόσο», συμφώνησε η επίκουρη καθηγήτρια Ανοσολογίας Τάια Τανγκ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια.
Άλλες κλινικές δοκιμές της ίδιας θεραπείας σε ασθενείς σε προχωρημένο και σοβαρό στάδιο της COVID-19 απέτυχαν, δείχνοντας ότι το πλάσμα αίματος ελάχιστα βοήθησε να επιταχυνθεί η ανάρρωσή τους ή να αποτραπεί ο θάνατός τους.
Παρά τη νέα θετική κλινική δοκιμή από την Αργεντινή, άλλοι ειδικοί εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί για τα οφέλη της θεραπείας στην πράξη, καθώς οι περισσότεροι ασθενείς συνήθως ζητούν ιατρική φροντίδα, όταν πια η νόσος COVID-19 έχει προχωρήσει αρκετά, συνεπώς η χορήγηση πλάσματος, πλέον, δεν θα τους ωφελήσει ιδιαίτερα. Όπως δήλωσε ο επίκουρος καθηγητής Λοιμωξιολογίας Ιλάν Σβαρτς του καναδικού Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα, «θα είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν και να διαγνωστούν ασθενείς μέσα σε τόσο μικρό χρονικό παράθυρο ευκαιρίας. Η αργεντίνικη μελέτη δείχνει αξιόπιστη, αλλά όχι κατ’ ανάγκη πρακτική στον πραγματικό κόσμο».
Επιπλέον, η θεραπεία με πλάσμα αίματος δεν φαίνεται να είναι εξίσου αποτελεσματική με τη θεραπεία μονοκλωνικών αντισωμάτων.
Πρόκειται για μεμονωμένα συνθετικά αντισώματα που έχουν απομονωθεί επιλεκτικά στο εργαστήριο από το αίμα αναρρωσάντων και στη συνέχεια έχουν παραχθεί μαζικά. Όμως, από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τον Πόλακ, τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι πιο δύσκολο να παραχθούν και πιο ακριβά ως θεραπεία.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ