Η τήξη των πάγων της Ανταρκτικής λόγω της παγκόσμιας θέρμανσης επιβραδύνει δραματικά τα ωκεάνια ρεύματα, μια ανατροπή που απειλεί με σοβαρές συνέπειες το κλίμα και την θαλάσσια τροφική αλυσίδα τους επόμενους αιώνες.
Τα ρεύματα που ανακυκλώνουν το νερό των ωκεανών μεταφέρουν θερμότητα, οξυγόνο, άνθρακα και θρεπτικά συστατικά σε όλη την υδρόγειο, και παίζουν έτσι κρίσιμο ρόλο στην ισορροπία της βιόσφαιρας.
«Τα μοντέλα μας δείχνουν ότι, εάν οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα συνεχιστούν με τους σημερινούς ρυθμούς, η ωκεάνια κυκλοφορία στην Ανταρτική θα επιβραδυνθεί κατά περισσότερο από 40% τα επόμενα 30 χρόνια» δήλωσε ο Μάθιου Ίνγκλαντ, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας και συντονιστής μελέτης που δημοσιεύεται στο Nature.
Είναι μια τάση που «δείχνει να οδηγεί στην κατάρρευση» της ωκεάνιας κυκλοφορίας, προειδοποίησε σε δελτίο Τύπου του πανεπιστημίου του.
«Είναι σοκαριστικό να διαπιστώνουμε ότι συμβαίνει τόσο γρήγορα» σχολίασε στο Reuters ο Άλαν Μιξ, παλαιοκλιματολόγος που δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη αλλά είναι μέλος της ομάδας που συνέταξε την τελευταία έκθεση του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή.
«Δείχνει να επιταχύνεται αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Είναι είδηση για πρωτοσέλιδο» είπε.
Η ανησυχητική μελέτη έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενες έρευνες που προειδοποιούσαν ότι η κλιματική αλλαγή επιβραδύνει το Ρεύμα του Κόλπου στο βόρειο ημισφαίριο, το οποίο κρατά σχετικά ζεστή τη Δυτική Ευρώπη.
Όπως όλα δείχνουν, η κλιματική αλλαγή επιβραδύνει την ωκεάνια κυκλοφορία σε όλο τον πλανήτη.
Ανακύκλωση
Επιφανειακά θαλάσσια ρεύματα μεταφέρουν στην Ανταρκτική θερμό νερό υψηλής αλατότητας, το οποίο σταδιακά ψύχεται από τις πολικές συνθήκες και γίνεται έτσι πιο πυκνό λόγω συστολής.
Όταν κρυώσει αρκετά, το νερό αυτό βυθίζεται στον ωκεάνιο πυθμένα και ρέει προς τον βορρά, μεταφέροντας οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά στον Ινδικό, τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό ωκεανό.
«Αν οι ωκεανοί είχαν πνεύμονες, τα ρεύματα της Ανταρκτικής θα ήταν ένας από αυτούς» σχολίασε ο καθηγητής Ίνγκλαντ.
Τα ωκεάνια ρεύματα παραμένουν σταθερά εδώ και χιλιάδες χρόνια. Τώρα, όμως, η τήξη των πάγων της Ανταρκτικής γεμίζει τον γύρω ωκεανό με γλυκό νερό, το οποίο είναι πιο ελαφρύ από το νερό της θάλασσας και εμποδίζει έτσι την καθοδική ροή προς τον πυθμένα.
Οι συντάκτες της νέας μελέτης χρησιμοποίησαν μαθηματικά μοντέλα για να προσομοιώσουν την ωκεάνια κυκλοφορία της Ανταρκτικής έως το 2050 σύμφωνα με το «σενάριο υψηλών εκπομπών άνθρακα» του ΟΗΕ.
Σε αντίθεση με προηγούμενες έρευνες, η μελέτη έλαβε υπόψη πρόσθετους παράγοντες όπως η επίδραση του γλυκού νερού από την τήξη των πολικών πάγων.
Όπως επισήμανε ο Ίνγκλαντ, η επίδραση του γλυκού νερού στην ωκεάνια κυκλοφορία δεν έχει ακόμα συμπεριληφθεί στα μοντέλα που χρησιμοποιεί η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για το κλίμα (IPCC). Και η επίδραση αυτή είναι «σημαντική» προειδοποίησε ο καθηγητής.
«Αν επιβραδύνουμε τη βύθιση του νερού κοντά στην Ανταρκτική, επιβραδύνουμε την όλη κυκλοφορία και έτσι περιορίζουμε την ποσότητα θρεπτικών συστατικών που ανεβαίνουν από το βάθος στην επιφάνεια» επισήμανε ο Στιβ Ρίντουλ του αυστραλιανού ερευνητικού οργανισμού CSIRO, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Η μελέτη υποδεικνύει επίσης ότι η απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα από τους ωκεανούς θα μειωθεί, καθώς τα κορεσμένα επιφανειακά στρώματα δεν θα ανανεώνονται αρκετά γρήγορα. Δεδομένου ότι οι ωκεανοί απορροφούν σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των ανθρωπογενών εκπομπών άνθρακα, η επίδραση αυτή θα επιτάχυνε περαιτέρω την κλιματική αλλαγή.
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι η εισβολή θερμού νερού στην τράπεζα πάγου της Δυτικής Ανταρκτικής θα αυξηθεί. Δεν εξέτασε όμως το κατά πόσο αυτή η εισβολή θα οδηγούσε σε περαιτέρω τήξη και περαιτέρω επιβράδυνση της ωκεάνιας κυκλοφορίας.
Η έρευνα «δεν περιλαμβάνει τα σενάρια καταστροφής» σχολίασε ο Μιξ. «Υπό αυτή την έννοια είναι μάλλον συντηρητική».
Πηγή