Ο ανασχεδιασμός των διαδικασιών πρόσληψης στο Δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ, προωθείται με νέο νομοθετικό πλαίσιο από το υπουργείο Εσωτερικών.
Είκοσι έξι χρόνια μετά την ψήφιση και εφαρμογή του εμβληματικού ν. 2190/94, γνωστότερου και ως «νόμος Πεπονή», που έβαλε τέλος στις πελατειακές σχέσεις, επέρχονται αλλαγές.
Ενισχύονται περαιτέρω δύο παράμετροι: η ψηφιοποίηση των διαδικασιών, που θα οδηγήσει σε ταχύτερη διεκπεραίωση των προσλήψεων και η επιλογή προσωπικού με βάσει το κυβερνητικό δόγμα «ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση».
Η νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργείου Εσωτερικών προβλέπει την κατάργηση των ξεχωριστών προκηρύξεων που εκδίδονται από το ΑΣΕΠ για έναν ή για περισσότερους φορείς και την καθιέρωση ενός γραπτού διαγωνισμού κάθε χρόνο για όλες τις προσλήψεις τακτικού προσωπικού, με βάση τις ανάγκες των φορέων και των υπηρεσιών του δημοσίου.
Οι γραπτές δοκιμασίες διεξάγονται ηλεκτρονικά, για το σύνολο των μόνιμων θέσεων , στα πρότυπα των πανελληνίων εξετάσεων (σε συνεργασία του ΑΣΕΠ µε τα υπουργεία Παιδείας & Θρησκευμάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης για διαχειριστικά θέματα, όπου απαιτείται) και περιλαμβάνουν τρία μέρη: Γνωστικά πεδία, Δεξιότητες, Προσωπικότητα.
Η δήλωση συμμετοχής στις εξετάσεις των γνωστικών πεδίων (σε πόσα και ποια) εναπόκειται στη βούληση των υποψηφίων ανάλογα με την προτίμηση θέσεων που έχουν δηλώσει, ενώ οι δοκιμασίες δεξιοτήτων και προσωπικότητας είναι κοινές για όλους τους υποψηφίους ανά κατηγορία εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, οι υποψήφιοι θα εξετασθούν στα ίδια «θέματα» στις δεξιότητες και στην προσωπικότητα ενώ θα διαφοροποιηθούν τα θέματα στα γνωστικά πεδία (ενδεικτικά: πληροφορικοί, λογιστές, ελεγκτές κ.λπ.).
Οι ερωτήσεις που αφορούν στα γνωστικά πεδία θα προκύπτουν, κατόπιν κλήρωσης με ειδικό λογισμικό, από ένα σύνολο ερωτήσεων που απαρτίζουν την Τράπεζα Θεμάτων την ευθύνη της οποίας έχει το ΑΣΕΠ. Η Τράπεζα Θεμάτων δημιουργείται στα πρότυπα της αντίστοιχης Τράπεζας Θεμάτων του υπουργείου Παιδείας & Θρησκευμάτων ενώ, κατ’ ανάλογη διαδικασία, κατασκευάζονται και οι περιεχόμενες ερωτήσεις.
Με αυτό τον τρόπο θα δημιουργηθεί μια «δεξαμενή» από την οποία η ανεξάρτητη αρχή αφού ελέγχει και διασταυρώνει τα προσόντα του κάθε υποψηφίου, στη συνέχεια θα αντλεί τους διοριστέους, ανάλογα με τις συγκεκριμένες ανάγκες του κάθε φορέα.
Η επίδοση στη γραπτή δοκιμασία θα είναι το βασικό κριτήριο για την κάλυψη κενών θέσεων, καθώς δεν θα δίνεται τόση σημασία στα τυπικά προσόντα. «Δεν μας ενδιαφέρει τόσο η συσσώρευση χαρτιών (τίτλων σπουδών) και βαθμών από οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, όσο η αξιοποίηση των γνώσεων, των ικανοτήτων και της επαγγελματικής εμπειρίας», σημειώνουν χαρακτηριστικά στελέχη του υπουργείου Εσωτερικών.
Όλες οι διαδικασίες θα διεξάγονται ηλεκτρονικά, διασφαλίζοντας την αντικειμενικότητα καθώς δεν θα παρεμβάλλεται ανθρώπινο χέρι. Σχεδιάζεται, επίσης, η ανάπτυξη της διαλειτουργικότητας μεταξύ του ΑΣΕΠ και των εμπλεκόμενων στις επιμέρους διαδικασίες φορέων που παρέχουν στοιχεία στις διαδικασίες της ανεξάρτητης αρχής. Χάρη σε αυτό δεν θα απαιτείται από τους υποψηφίους να προσκομίζουν τίτλους σπουδών και βεβαιώσεις, καθώς θα μπορεί το ΑΣΕΠ να τα αντλεί απευθείας από τις δημόσιες υπηρεσίες.
Για τις περιπτώσεις πρόσληψης προσωπικού ορισμένου χρόνου, οι διαδικασίες παραμένουν οι ίδιες, με τη διαφορά ότι διεξάγονται ηλεκτρονικά και αναπτύσσονται διαλειτουργικότητες μεταξύ των διαφόρων πληροφοριακών συστημάτων.
Η διαδικασία στελέχωσης του Δημοσίου θα ακολουθεί έναν ετήσιο κύκλο. Τον Ιανουάριο ο κάθε φορέας θα ανακοινώνει στο υπουργείο Εσωτερικών τα κενά του, τα οποία θα αναζητούνται από την εσωτερική αγορά του Δημοσίου, μέσω αποσπάσεων και μετατάξεων. Τον Μάιο θα καταγράφονται όσες θέσεις δεν καλύφθηκαν από την κινητικότητα, και θα αναζητηθούν μέσω προσλήψεων. Το Σεπτέμβριο το υπουργικό συμβούλιο θα εγκρίνει το πακέτο προσλήψεων του επόμενου έτους, με βάση και τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας.
Με δεδομένο ότι το ΑΣΕΠ θα έχει στα χέρια του την εγκριτική απόφαση του υπουργικού συμβουλίου για τις προσλήψεις του επόμενου έτους από τον Σεπτέμβριο, σε συνδυασμό με τη διαλειτουργικότητα, το υπουργείο εκτιμά πως θα κερδηθεί σημαντικός χρόνος για τις υπηρεσίες του Δημοσίου καθώς και για τους ίδιους τους υποψηφίους, αφού θα βρίσκονται πιο γρήγορα στις θέσεις τους. Στόχος είναι να μην υπερβαίνει το ένα έτος το διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που μια υπηρεσία κοινοποιεί τις ανάγκες της στο αρμόδιο υπουργείο (και εγκρίνεται) έως την ανάρτηση των πινάκων διοριστέων. Σήμερα ο αντίστοιχος χρόνος φτάνει κατά μέσο όρο τα δύο έτη.
Το νομοσχέδιο θα αναρτηθεί σε δημόσια διαβούλευση και η κατάθεση στη Βουλή προς ψήφιση αναμένεται εντός του Οκτωβρίου. Οι αλλαγές που θα θεσπιστούν υπολογίζεται ότι θα εφαρμοστούν το πρώτο τρίμηνο του 2022.