Ενα νέο ασφαλιστικό τοπίο με αλλαγές στη φιλοσοφία που διέπει τις εισφορές, κυρίως των ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών, περιορισμένες αυξήσεις στις παροχές όσων έχουν πολλά έτη ασφάλισης, καθώς και φιλόδοξες βελτιώσεις στην οργανωτική και λειτουργική δομή του ΕΦΚΑ, προωθεί το υπουργείο Εργασίας. Η δημοσιοποίηση των 104 άρθρων του ασφαλιστικού σχεδίου νόμου έριξε φως στις προωθούμενες παρεμβάσεις που αφορούν περισσότερους από 4 εκατ. ασφαλισμένους και συνταξιούχους.

Στο επίπεδο των εισφορών, εισάγεται ένα τελείως διαφορετικό σύστημα υπολογισμού για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, με 6+1 επίπεδα ασφάλισης ελεύθερης επιλογής, κατώτερη εισφορά στα 210 και ανώτερη στα 566 ευρώ τον μήνα, ευνοϊκότερο καθεστώς για όλους τους επαγγελματίες κατά τα πρώτα 5 χρόνια της δραστηριοποίησής τους με εισφορά 126 ευρώ, αλλά και σταθερό ύψος ασφαλίστρων υγείας. Για τους αγρότες τα ασφάλιστρα διαμορφώνονται χαμηλότερα από αυτά των υπόλοιπων μη μισθωτών (από 121 έως 324 ευρώ τον μήνα, για το 2020). Οι αλλαγές αφορούν το σύνολο των μη μισθωτών.

Οδηγούν δε, σε αυξήσεις εισφορών για πάνω από το 80% των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων, που δηλώνουν έως 15.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα. Το «βάρος» πέφτει βέβαια μόνο εντός του 2020, καθώς από τον επόμενο χρόνο, η εφαρμογή των νέων φορολογικών συντελεστών θα επιφέρει σημαντική ελάφρυνση για το σύνολο των μη μισθωτών. Στο υπουργείο Εργασίας τοποθετούν χαμηλά τον πήχυ όσον αφορά τα έσοδα του ΕΦΚΑ, εκτιμώντας ότι θα διατηρηθεί στα χαμηλά, περυσινά επίπεδα, ώστε το μέτρο να είναι «δημοσιονομικά ουδέτερο».

Στο επίπεδο των συντάξεων, τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης δίνουν ένα ισχυρό κίνητρο στους ασφαλισμένους να συνταξιοδοτηθούν τουλάχιστον με 35ετία, καθώς το σωρευτικό ποσοστό αναπλήρωσης μόνο για την ανταποδοτική σύνταξη, από 33,81% αυξάνεται σε 37,31%. Συνολικά, στα 40 έτη ασφάλισης, το σωρευτικό ποσοστό αναπλήρωσης ορίζεται στα 50,01% έναντι 42,80% με το προηγούμενο σύστημα του νόμου Κατρούγκαλου, ήτοι αυξημένο κατά 7,21 ποσοστιαίες μονάδες. Η 10ετία «κλειδί» για τις νέες αυξημένες συντάξεις βρίσκεται μεταξύ των 30 και 40 ετών ασφάλισης, ενώ και μετά τα 40 έτη, το ποσοστό αναπλήρωσης αυξάνεται μόλις κατά 0,5% ετησίως. Το κέρδος κλιμακώνεται όσο προστίθενται χρόνια πληρωμένων εισφορών πάνω από τα 30, με τις αυξήσεις να ξεκινούν από 12 ευρώ, μετά από 33 έτη ασφάλισης και συντάξιμο μισθό 700 ευρώ και να αγγίζουν τα 252 ευρώ στην 40ετία, η συμπλήρωση της οποίας φαίνεται να… ξεκλειδώνει τις υψηλότερες αυξήσεις. Βέβαια, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι ζεστό χρήμα στο χέρι θα λάβουν μόλις 60.000 με 100.000 νέοι συνταξιούχοι και συνολικά όχι περισσότεροι από 200.000 (μαζί με τους παλαιούς).

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι και τα στοιχεία που δόθηκαν στους εκπροσώπους των δανειστών δείχνουν ότι την πρώτη 10ετία εφαρμογής των νέων συντελεστών αναπλήρωσης, το δημοσιονομικό κόστος δεν θα ξεπεράσει κατά πολύ το 0,2% του ΑΕΠ. Μάλιστα, κατά το τρέχον έτος, η δημοσιονομική επιβάρυνση δεν εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 100 εκατ. ευρώ. Η επιβάρυνση ξεπερνά το 0,5% του ΑΕΠ που προβλέπεται ως «μαξιλάρι ασφαλείας» του συστήματος, κάπου κοντά στο 2050.

Αντίστροφη είναι η πορεία του κόστους για την επιστροφή των επικουρικών συντάξεων στα επίπεδα του Μαΐου του 2016.

Το κόστος έχει εκτιμηθεί σε περίπου 400 εκατ. ευρώ (300 εκατ. ευρώ το έτος και 100 εκατ. ευρώ τα αναδρομικά) και βαίνει μειούμενο όσο περνούν τα χρόνια, καθώς για τους συνταξιούχους από την 1/1/2015 ισχύει το νέο σύστημα υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων, που δεν αλλάζει με την προωθούμενη μεταρρύθμιση.

Συνεπώς, κάπου μετά το 2035 πέφτει κάτω από τα 50 εκατ. ευρώ.

Περιθώριο για χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής

Σημαντικό περιθώριο για νέες παρεμβάσεις εντός του τρέχοντος έτους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης φαίνεται πως αφήνει στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας η κατάργηση της παροχής που δόθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση και ονομάστηκε «13η σύνταξη». Η αλλαγή άλλωστε του άρθρου 47, με το οποίο θεσμοθετείται το 0,5% του ΑΕΠ ως μαξιλάρι ασφαλείας που θα χρηματοδοτεί τις προωθούμενες αλλά και νέες παρεμβάσεις, ακόμη και για την κάλυψη τυχόν ελλειμμάτων, δείχνει τον δρόμο. Πρόκειται για τα 971 εκατ. ευρώ που το 2019 χρηματοδότησαν τη «13η σύνταξη». Και που σύμφωνα με τη νέα διατύπωση του επίμαχου άρθρου, θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο για την υλοποίηση των αποφάσεων του ΣτΕ (αλλαγές σε συντάξεις και εισφορές) αλλά και για τη χρηματοδότηση πολιτικών κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγείας. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», εφόσον τα οικονομικά του e-ΕΦΚΑ εξελιχθούν βάσει του προϋπολογισμού, η διάταξη αυτή ανοίγει παράθυρο για μείωση των εισφορών υγείας και για τους μισθωτούς, στη λογική που ήδη θεσμοθετείται με το εν λόγω σχέδιο νόμου για τους μη μισθωτούς. Βέβαια, ειδικοί στην κοινωνική ασφάλιση βλέπουν παράλληλα και παράθυρο κάλυψης πιθανών νέων ελλειμμάτων του συστήματος. Από το κείμενο πάντως έχει αφαιρεθεί κάθε αναφορά στη δημιουργία μηχανισμού «στήριξης χαμηλοσυνταξιούχων», με την εφάπαξ παροχή, στο τέλος κάθε χρόνου, σε δικαιούχους σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου κ.λπ.

Τα υπέρ και τα κατά της μεταρρύθμισης

Το σύνολο των ασφαλισμένων επηρεάζουν έμμεσα ή άμεσα οι διατάξεις της προωθούμενης μεταρρύθμισης, δημιουργώντας προσδοκίες αλλά και ανησυχία για το μέλλον των εισοδημάτων και των παροχών. Τα υπέρ και τα κατά των βασικών παραμέτρων που περιλαμβάνονται στα 104 άρθρα, αναλύει στην «Κ» ο πρώην υπουργός Εργασίας και γνώστης του ασφαλιστικού Γιώργος Κουτρουμάνης, επισημαίνοντας ότι στην πλειονότητά τους πρόκειται για επιβεβλημένες παρεμβάσεις όχι μόνο γιατί με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν αντισυνταγματικές βασικές διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου, αλλά και γιατί απαιτείται να υπάρξει ένας επανασχεδιασμός του συστήματος. 

Στα υπέρ της προωθούμενης μεταρρύθμισης, ο κ. Κουτρουμάνης εντάσσει τη «μερική αποκατάσταση των συνταξιούχων μετά τις 13 Μαΐου 2016» με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης για τα έτη ασφάλισης από τα 30 και μετά. Βέβαια, όπως επισημαίνει ο πρώην υπουργός, οι απώλειες των συγκεκριμένων συνταξιούχων σε σχέση με τους παλαιούς, ανέρχονται σε 40%, ενώ με τις αλλαγές έρχονται αυξήσεις έως και 10,5% στις κύριες συντάξεις. Οι αλλαγές επεκτείνονται και στους παλαιούς συνταξιούχους, περιορίζοντας τις προσωπικές τους διαφορές και φέρνοντας πιο κοντά τις μελλοντικές αυξήσεις.

Στα υπέρ εντάσσεται και η αποκατάσταση των επικουρικών σε περίπου 280.000 συνταξιούχους που από τον Ιούνιο του 2016 και μετά, είδαν τις συντάξεις τους να μειώνονται έως και κατά 50%.



Στα υπέρ, σύμφωνα με τον κ. Γ. Κουτρουμάνη, είναι η αποκατάσταση των επικουρικών σε περίπου 280.000 συνταξιούχους που από τον Ιούνιο του 2016 και μετά, είδαν τις συντάξεις τους να μειώνονται έως και κατά 50%. 

Θετική κρίνει ο κ. Κουτρουμάνης και τη διάταξη που μειώνει το πέναλτι στην απασχόληση των συνταξιούχων, κατά 70% (μείωση της σύνταξη κατά 30% και όχι 60%).

Αλλά και η αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών είναι, σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Εργασίας, μια θετική παρέμβαση, παρότι κατά το τρέχον έτος θα προκύψει αύξηση κατά 396 ευρώ τον χρόνο στη συντριπτική πλειοψηφία των μη μισθωτών, που μέχρι σήμερα καταβάλλουν χαμηλότερες εισφορές στον ΕΦΚΑ. Θετική είναι επίσης η διάταξη σύμφωνα με την οποία οι εισφορές είναι ακόμη χαμηλότερες κατά την πρώτη 5ετία επαγγελματικής δράσης, και η κατάργηση του χαρακτηρισμού της έκπτωσης αυτής, ως ασφαλιστική οφειλή.

Τέλος, στα θετικά της μεταρρύθμισης συγκαταλέγεται και η κατάργηση της διπλής εισφοράς στους μισθωτούς με παράλληλη απασχόληση. Στην κορυφή της λίστας με τα αρνητικά στοιχεία της προωθούμενης νέας μεταρρύθμισης, ο κ. Κουτρουμάνης θέτει την ένταξη του ΕΤΕΑΕΠ στον ΕΦΚΑ, εκτιμώντας ότι θα δημιουργήσει περισσότερα λειτουργικά προβλήματα απ’ ό,τι θα λύσει, τουλάχιστον κατά το πρώτο μεγάλο διάστημα της ενοποίησης.  Μάλιστα, ο πρώην υπουργός Εργασίας επισημαίνει ότι εκτός από την επιδείνωση της λειτουργικής κατάστασης του e-ΕΦΚΑ, η εν λόγω ένταξη ακυρώνει το όποιο ενδεχόμενο μιας δυναμικής ανάπτυξης του Β΄ πυλώνα ασφάλισης μέσα από την ίδρυση ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης.  Παράλληλα, ο κ. Κουτρουμάνης εκτιμά ότι απομακρύνεται κάθε ενδεχόμενο επιστροφής της 13ης σύνταξης, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για κάποιας μορφής στήριξη των χαμηλοσυνταξιούχων, ενώ παραμένουν μεγάλες αδικίες για συγκεκριμένες ομάδες ασφαλισμένων, όπως για παράδειγμα τα άτομα με αναπηρία.

Τέλος, υπογραμμίζει ότι δεν είναι κατανοητή η πολύ μικρή προσαύξηση των ανταποδοτικών συντάξεων μετά τα 40 έτη ασφάλισης.

kathimerini.gr