Βάσει επισκόπησης (μετα-ανάλυσης) των διαθέσιμων ερευνητικών δεδομένων, η Ευρωπαϊκή Ψυχιατρική Ένωση (EPA) εξέδωσε νέες κατευθυντήριες οδηγίες με σκοπό να προωθήσει τη σωματική άσκηση ως απαραίτητη συμπληρωματική θεραπεία για τις ψυχικές διαταραχές.

Ομάδα επιστημόνων από όλο τον κόσμο συνεργάστηκε για την κατάρτιση των νέων οδηγιών, οι οποίες δημοσιεύονται αναλυτικά στην επιθεώρηση European Psychiatry και προτείνουν η δομημένη σωματική άσκηση –εν αντιθέσει με την άσκηση μέσω καθημερινών δραστηριοτήτων όπως το περπάτημα με σκοπό τη μετακίνηση– να προστίθεται στο πρότυπο σχήμα φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας.

Όπως διαπίστωσαν οι επιστήμονες, η άσκηση μπορεί να μειώσει αποτελεσματικά τα ψυχικά συμπτώματα, να βελτιώσει τη γνωστική λειτουργία και ταυτόχρονα να ενισχύσει την καρδιαγγειακή και αναπνευστική απόδοση στα άτομα με ψυχικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια.

Οι κατευθυντήριες οδηγίες της EPA συστήνουν τη μέτριας έντασης αεροβική άσκηση με συχνότητα δύο έως τρεις φορές την εβδομάδα και συνολική διάρκεια τουλάχιστον 150 λεπτά ώστε να επιτευχθούν οι παραπάνω βελτιώσεις. Από τα στοιχεία προέκυψε επίσης ότι σημαντικά οφέλη προκύπτουν και από τον συνδυασμό αεροβικής άσκησης και ασκήσεων με αντιστάσεις για τα άτομα με διαταραχές στο φάσμα της σχιζοφρένειας και μείζονα (κλινική) κατάθλιψη.

Οι οδηγίες της EPA υποστηρίζονται και από τη Διεθνή Οργάνωση Φυσικοθεραπευτών Ψυχικής Υγείας (IOPTMH). Η συγκεκριμένη διεπιστημονική ένωση, η οποία απαρτίζεται από ειδικούς στη φυσικοθεραπεία, την ψυχιατρική, την ψυχολογία και την αθλητική ιατρική, διεξήγαγε συστηματική επισκόπηση ερευνών με θέμα την άσκηση και την ψυχική υγεία.

«Η ολοκληρωμένη ανάλυσή μας παρέχει σαφή τεκμήρια για τον κεντρικό ρόλο της σωματικής άσκησης στη μείωση της επιβάρυνσης που συνεπάγονται τα ψυχικά συμπτώματα σε άτομα με κατάθλιψη και σχιζοφρένεια. Οι κατευθυντήριες οδηγίες μας καθοδηγούν τη μελλοντική κλινική πρακτική. Συγκεκριμένα, παρέχουμε τα τεκμήρια που δείχνουν ότι έφτασε η στιγμή οι παρεμβάσεις σωματικής άσκησης που κατευθύνονται από επαγγελματίες να μη βρίσκονται πια στο περιθώριο της φροντίδας υγείας, αλλά να αποτελέσουν βασικό συστατικό στοιχείο στη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών» αναφέρει ο επικεφαλής ερευνητής Δρ Μπρέντον Σταμπς από το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου.

Οι μακροπρόθεσμες εκβάσεις και η ανάρρωση που επιτυγχάνονται για τα άτομα με ψυχικές διαταραχές συχνά δεν φτάνουν στα επιθυμητά επίπεδα, ακόμη κι όταν χορηγείται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Ταυτόχρονα, τα άτομα με ψυχικές διαταραχές έχουν συχνά κακή σωματική υγεία και παρουσιάζουν σημαντικές ανισότητες ως προς τη σωματική τους υγεία σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα να χάνουν τη ζωή τους πρόωρα έως και κατά μία εικοσαετία.

«Τα σημάδια και συμπτώματα των πρώιμων καρδιαγγειακών νοσημάτων συχνά εντοπίζονται αρκετά νωρίς στην πορεία μιας ψυχικής διαταραχής, σε ασθενείς που διανύουν την τέταρτη ή και πέμπτη δεκαετία της ζωής τους» σχολιάζει με τη σειρά του ο Δρ Κάι Καλ από το Τμήμα Ψυχιατρικής, Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας της Ιατρικής Σχολής του Αννόβερου στη Γερμανία. «Είναι σαφές ότι χρειάζονται παρεμβάσεις για τη μεταβολή του καρδιομεταβολικού κινδύνου και θα πρέπει μάλιστα να συστήνονται όσο το δυνατόν νωρίτερα ως αναπόσπαστο κομμάτι ενός πλάνου πολυδιάστατης θεραπείας».

Κατά συνέπεια, νέες πρόσθετες θεραπείες για τις ψυχικές διαταραχές που θα μπορούν να υποστηρίξουν την πλήρη ίαση και να αντιμετωπίσουν προβλήματα σωματικής υγείας κρίνονται επιτακτικές.

Οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες συνηγορούν υπέρ της εφαρμογής δομικών αλλαγών σε νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα που επιφορτίζονται με την αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών, με τη δημιουργία εγκαταστάσεων άσκησης και την παροχή υπηρεσιών από φυσικοθεραπευτές και ειδικούς σε θέματα άσκησης οι οποίοι θα συνδράμουν τη θεραπεία σοβαρών ψυχικών διαταραχών.

Σαν επόμενο βήμα προτείνεται η έρευνα σχετικά με την επίδραση της σωματικής άσκησης σε ασθενείς με διπολική διαταραχή σε σχέση με ανθρωπομετρικούς δείκτες όπως ο δείκτης μάζας σώματος, καθώς και η μακροπρόθεσμη επίδραση και ανάλυση κόστους-αποτελέσματος της άσκησης στη συγκεκριμένη ομάδα ασθενών. Παράλληλα, είναι αναγκαίο να εξεταστεί μέσα από την επιστημονική έρευνα ποιοι είναι οι ακριβείς νευροβιολογικοί μηχανισμοί μέσω των οποίων η άσκηση επιδρά στην ψυχική υγεία, καθώς και ποιος είναι ο αντίκτυπος της καθιστικής συμπεριφοράς στην ψυχική υγεία.

govastileto.gr


Πηγή