Δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια έχουν ήδη κάνει «φτερά» από τις περιουσίες των Ρώσων ολιγαρχών, είτε βρίσκονται προσωπικά στο στόχαστρο των δυτικών κυρώσεων, είτε όχι.

Το ρούβλι και το -κλειστό από τη Δευτέρα- χρηματιστήριο της Μόσχας βρίσκονται σε συνεχή ελεύθερη πτώση αφότου ο πρόεδρος Πούτιν διέταξε την ευρείας κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία, πυροδοτώντας σαρωτικά οικονομικά αντίμετρα της Δύσης και, από αυτή την Τρίτη, στην ίδια τη Ρωσία capital controls.

Μόνο την πρώτη ημέρα της ρωσικής εισβολής, την περασμένη Πέμπτη, στη Μόσχα χάθηκαν περίπου 39 δισεκατομμύρια δολάρια, καθώς ο δείκτης Moex έκλεισε με πτώση 33% και το ρούβλι άρχισε τη διολίσθηση σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα έναντι του δολαρίου.

Καθώς ο «βρόχος» των δυτικών κυρώσεων στενεύει ολοένα και περισσότερο γύρω από τη ρωσική οικονομία, οι εγχώριοι ολιγάρχες καταφεύγουν σε εναλλακτικές λύσεις για να τις παρακάμψουν και να διαφυλάξουν περιουσιακά στοιχεία.

Εξοικειωμένοι πια με τα δυτικά οικονομικά αντίμετρα, βλέπουν την άνευ ρυθμιστικού πλαισίου και εκτός τραπεζικού συστήματος αγορά των κρυπτονομισμάτων ως μια τέλεια «απόδραση», με την αθέατη εν πολλοίς διαφοροποίηση κεφαλαίων.

Δικαίως ή αδίκως, παρατηρεί η γαλλική εφημερίδα Les Echos, κρυπτονομίσματα όπως το bitcoin, το ethereum ή το monero μπορούν να θεωρηθούν «σανίδα σωτηρίας».

Ειδικά, δε, για όσους ανήκουν στον στενό κύκλο του Κρεμλίνου, στοχοποιούνται προσωπικά από τις δυτικές κυρώσεις και βρίσκονται αντιμέτωποι με κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων τους στο εξωτερικό.

«Σφήνα» στις κυρώσεις

Οι αρχές στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε. έχουν επίγνωση αυτού του «κενού» στην αποτελεσματικότητα των κυρώσεων που έχουν ήδη επιβάλει.

Κάτι ανάλογο έχει συμβεί εξάλλου κατά το πρόσφατο παρελθόν με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα.

Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, η Ουάσιγκτον εξετάζει πλέον τη μελλοντική λήψη πρόσθετων μέτρων, με επιβολή περιορισμών στην πρόσβαση της Ρωσίας σε κρυπτονομίσματα, αποκόπτοντας έτσι ακόμη μια πιθανή πηγή χρηματοδότησής της.

Ωστόσο, το εγχείρημα σε αυτού του είδους τις συναλλαγές είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, παρατηρεί η αμερικανική εφημερίδα, καθώς πρόκειται από τη φύση τους για ιδιωτικές συναλλαγές, χωρίς σύνορα, εκτός τραπεζικού συστήματος και ρυθμιστικού πλαισίου.

Νωρίτερα αυτό το μήνα, εν τω μεταξύ, η ρωσική κυβέρνηση υπολόγισε ότι οι πολίτες της κατείχαν κρυπτονομίσματα αξίας 214 δισεκατομμυρίων δολαρίων: περίπου το 12% του παγκόσμιου συνόλου.

Μεταξύ αυτών εκτιμάται ότι συγκαταλέγονται αρκετοί από τους 23 ισχυρότερους Ρώσους ολιγάρχες, τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων υπολογίζονται συνολικά σε 343 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η Μόσχα έχει ωστόσο ανταποκριθεί μόνο εν μέρει στις προσδοκίες των ολιγαρχών της.

Επιχειρώντας την εφαρμογή ενός ρυθμιστικού πλαισίου, το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα νομοσχέδιο, επιτρέποντας τα κρυπτονομίσματα ως μέσο επένδυσης, όχι όμως και πληρωμής, επιβάλλοντας παράλληλα όρια σε αυτού του τύπου επενδύσεις.

Ορίζεται στο ισοδύναμο των 7.700 δολαρίων ετησίως ειδικά σε bitcoin για όσα άτομα έχουν πιστοποιημένες γνώσεις στην αγορά κρυπτονομισμάτων. Για όσους δεν τις διαθέτουν, το ανώτατο ετήσιο όριο περιορίζεται μόλις στα 650 δολάρια.

Εκτιμάται ωστόσο ότι αυτό δεν πρόκειται να ανασχέσει τη στροφή των Ρώσων, και δη των ολιγαρχών, σε ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία.

Πέρυσι, η χώρα ήταν ήδη στη 18η θέση επί συνόλου 154 στη χρήση κρυπτονομισμάτων από ιδιώτες, εταιρείες και πλατφόρμες συναλλαγών.

Σύμφωνα δε με την εταιρεία Chainalysis, οι Ρώσοι κέρδισαν το 2020 περί τα 600 εκατομμύρια δολάρια από τις επενδύσεις τους σε bitcoin, όσο και οι Γάλλοι, αν και υπολείπονται κατά πολύ των Αμερικανών (4,1 δισεκατομμύρια δολάρια).

Ημίμετρα και δυσαρέσκεια

Σε εθνικό επίπεδο, τονίζουν ειδικοί, τα κρυπτονομίσματα από μόνα τους δεν αρκούν ώστε η Ρωσία να παρακάμψει το μπαράζ κυρώσεων σε βάρος της, λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.

«Είναι πολύ δύσκολο να κινηθούν μεγάλες ποσότητες κρυπτονομισμάτων και να μετατραπούν σε νόμισμα», επισημαίνει στο δίκτυο Al Jazeera ο Άρι Ρέντμπορντ της TRM labs, μιας εταιρείας τεχνολογίας blockchain.

«Η Ρωσία δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει κρυπτονομίσματα για να αντικαταστήσει τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, που μπορεί να μπλοκαριστούν ή να παγώσουν», εξηγεί.

Σε επίπεδο ολιγαρχών ωστόσο οι πιέσεις εντείνονται, μαζί πια με τη δυσαρέσκεια για τις κινήσεις του Κρεμλίνου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο «βασιλιάς του αλουμινίου», Όλεγκ Ντεριπάσκα.

Ο ιδρυτής της Basic Element, ενός από τους μεγαλύτερους βιομηχανικούς ομίλους της Ρωσίας, ζητά εδώ και μήνες από την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας να αποδεχθεί τα κρυπτονομίσματα.

Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να αποδυναμώσει το δολάριο, υποστήριζε τον περασμένο Οκτώβριο, όταν πράκτορες του FBI έκαναν στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσιγκτον έρευνες σε δύο ακίνητα του Ρώσου δισεκατομμυριούχου, ο οποίος είχε μπει από το 2018 στο στόχαστρο αμερικανικών κυρώσεων, λόγω των δεσμών του με το Κρεμλίνο και της καταγγελλόμενης ρωσικής ανάμιξης στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016.

Τώρα ο Ντεριπάσκα διαφοροποιείται ανοιχτά -μαζί με άλλους δύο ολιγάρχες, μέχρι στιγμής- τη θέση του από την πολιτική του Κρεμλίνου.

«Ο πόλεμος δεν είναι η απάντηση», έγραψε σε μήνυμα στο Telegram, τασσόμενος υπέρ των ειρηνευτικών συνομιλιών για την ουκρανική κρίση.

«Χρειάζονται πραγματικοί διαχειριστές κρίσεων, και όχι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας με ένα πακέτο παρουσιάσεων», έγραψε δεικτικά ο Ρώσος κροίσος.

«Είναι απαραίτητο να αλλάξει η οικονομική πολιτική», τόνισε, και «να τερματιστεί όλος αυτός ο κρατικός καπιταλισμός».

Πηγή