Ενας πελατειακός πυρετός, μια ασθένεια εξίσου απειλητική με την COVID-19, αλλά τόσο παλιά όσο το ελληνικό κράτος, επανεμφανίστηκε στη σκιά του κορωνοϊού, δοκιμάζοντας όχι μόνο τις αντοχές των επιχειρήσεων και των τραπεζών, αλλά κυρίως την τιμή του πολιτικού συστήματος. A.P.
Το χρήμα με τη μικρότερη αξία είναι το χρήμα των φορολογουμένων, που γεμίζει το δημόσιο ταμείο. Αυτό αποδεικνύουν –για μία ακόμη φορά– τα όσα συμβαίνουν με τα προγράμματα της Αναπτυξιακής Τράπεζας για την παροχή δανείων, είτε με επιδοτούμενο επιτόκιο (ΤΕΠΙΧ) είτε με εγγύηση του Δημοσίου (Ταμείο Εγγυοδοσίας).
Πολιτικοί που πιέζουν τραπεζίτες να δώσουν δάνειο σε επιχειρήσεις οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις δανειοδότησης. Τράπεζες που συνωστίζονται για να προωθήσουν αιτήματα πελατών τους ακόμη και με ελλιπή στοιχεία, μπλοκάροντας τη διαδικασία παροχής ρευστότητας. Επιχειρήσεις που δηλώνουν μηδενικό τζίρο επί σειράν ετών, αλλά ξαφνικά διεκδικούν μερίδιο από τη βροχή του «ευτελούς» αξίας χρήματος των φορολογουμένων. Ενας πελατειακός πυρετός, μια ασθένεια εξίσου απειλητική με την COVID-19, αλλά τόσο παλιά όσο το ελληνικό κράτος, επανεμφανίστηκε στη σκιά του κορωνοϊού, δοκιμάζοντας όχι μόνο τις αντοχές των επιχειρήσεων και των τραπεζών, αλλά κυρίως την τιμή του πολιτικού συστήματος.
Το σύνθημα που ενεργοποίησε αυτά τα αντανακλαστικά δόθηκε με την εκκίνηση του ΤΕΠΙΧ, μέσω του οποίου οι επιχειρήσεις που επλήγησαν από την COVID-19 θα έπαιρναν δάνεια με επιδότηση του επιτοκίου από το Δημόσιο για δύο χρόνια. Η λογική ότι βρέχει τζάμπα χρήμα ήταν αρκετή για να κινητοποιήσει όχι μόνο επιχειρήσεις που θέλησαν να κλείσουν τρύπες από το σοκ του lockdown της οικονομίας, αλλά και άλλες που ήταν επιχειρήσεις «ζόμπι» πολύ πριν φυσικά από την κρίση του κορωνοϊού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αιτήματα για δάνεια που έχουν υποβληθεί μέχρι σήμερα για το ΤΕΠΙΧ και το Ταμείο Εγγυοδοσίας, αθροίζουν πάνω από 28 δισ. ευρώ, όταν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών, το έλλειμμα ρευστότητας στην οικονομία υπολογίζεται στα 10 δισ. ευρώ. Δεν είναι τυχαίο ότι στην προσπάθειά τους να πάρουν όσο περισσότερα χρήματα μπορούσαν, πολλές επιχειρήσεις έκαναν αιτήσεις για δάνεια όχι μόνο σε μία ή σε δύο τράπεζες, αλλά σε τρεις ή και τέσσερις, και κάποιες σε παραπάνω από τέσσερις.
Η γκρίνια από επιχειρήσεις που είχαν ίσως όλες τις προϋποθέσεις και κυρίως την ανάγκη να χρηματοδοτηθούν, αλλά δεν πρόλαβαν, ήταν αναπόφευκτη και με δεδομένο πλέον ότι ήταν αδύνατον να ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα, άρχισαν να πέφτουν βροχή τα τηλέφωνα από κυβερνητικούς αξιωματούχους και πολιτικούς παράγοντες. Η πλειονότητα των παρεμβάσεων αφορούσε περιπτώσεις επιχειρήσεων που περίμεναν στην ουρά και οι οποίες με βάση τη σειρά προτεραιότητας δεν είχαν τύχη να δανειοδοτηθούν. Οι παρεμβάσεις ωστόσο δεν τελείωναν εκεί. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση βουλευτή που τηλεφώνησε «αρμοδίως» για να διαμαρτυρηθεί σε τράπεζα γιατί η επιχείρηση του «γνωστού» του, που ενώ είχε μηδενικό τζίρο το 2019, έκανε αίτηση για δάνειο πολλών χιλιάδων ευρώ και φυσικά αποκλείστηκε από τη δανειοδότηση. Να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα επέτρεπε τη δανειοδότηση έως του 50% του τζίρου της επιχείρησης και το αίτημα του βουλευτή έκανε έξαλλο τον CEO συστημικής τράπεζας που ξέκοψε κάθε τέτοια προσδοκία, ξεκαθαρίζοντας ότι μια επιχείρηση με ανύπαρκτο τζίρο δεν μπορεί να αιτείται χρηματοδότηση. Αντίστοιχη είναι η περίπτωση βουλευτή που ζήτησε να μην αποκλειστεί από τη δανειοδότηση επιχείρηση που είχε φεσώσει κατά το παρελθόν το Δημόσιο μέσω δανείου που είχε λάβει από το ΕΤΕΑΝ (προηγούμενη ονομασία της σημερινής Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας πριν αυτή μετεξελιχθεί) και το οποίο ουδέποτε αποπλήρωσε, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να χρωστάει ακόμα τα χρήματα στην τράπεζα.
Το γεγονός ότι η αξιολόγηση και η έγκριση των αιτήσεων γινόταν αυστηρά με βάση τον αριθμό προτεραιότητας που κάθε αίτηση είχε πάρει μέσα από το Πληροφορικό Συστήματος των Κρατικών Ενισχύσεων (ΠΣΚΕ), διέσωσε την κατάσταση, αλλά δεν απέτρεψε να μείνει εκτός δανειοδότησης σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρόγραμμα άνοιξε στις 28 Απριλίου και χρειάστηκαν μόλις τρεις μέρες για να καλυφθεί ο προϋπολογισμός του και λιγότερο από μια εβδομάδα για να οδηγήσει το υπουργείο Ανάπτυξης στην απόφαση να κλείσει το ΠΣΚΕ, δηλαδή το σύστημα των κρατικών ενισχύσεων μέσω του οποίου υποβάλλονταν αιτήσεις. Υπό το βάρος των μαζικών αιτημάτων η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αναζητήσει νέα κεφάλαια από επιπλέον αδιάθετους πόρους του ΕΣΠΑ, αλλά πλέον η μαζικότητα των αιτημάτων ήταν τέτοια, που ακόμη και όταν το πρόγραμμα άνοιξε εκ νέου για να υποδεχθεί αιτήσεις, έκλεισε οριστικά μέσα σε δύο μέρες. Τα συνολικά νούμερα είναι ενδεικτικά και μιλούν για 108.000 αιτήσεις συνολικού ποσού 10,5 δισ. ευρώ, όταν ο προϋπολογισμός της δράσης ήταν 1,8 δισ. ευρώ.
Ανάλογη είναι η εικόνα και για το Ταμείο Εγγυοδοσίας που ξεκίνησε στις αρχές Ιουνίου και ήδη οι αιτήσεις για κεφάλαια κίνησης με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου φθάνουν τις 67.000 και το αιτούμενο ποσό ανέρχεται σε 18 δισ. ευρώ. Τα χρήματα του Ταμείου με τη συμμετοχή τραπεζών είναι προς το παρόν 3,6 δισ. ευρώ και η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι θα αυξήσει το ποσό της κρατικής εγγύησης, προκειμένου το συνολικό ποσό που θα διοχετευθεί στην οικονομία να φτάσει τα 7,2 δισ. ευρώ. Η πρακτική αρκετών επιχειρήσεων να καταθέτουν πολλαπλές αιτήσεις σε πάνω από μία τράπεζες ακολουθήθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, και για τα δάνεια μέσω του Ταμείου, περιορίζοντας τον πραγματικό αριθμό επιχειρήσεων που αναζητούν δανειοδότηση στις περίπου 50.000, ενώ μια ρεαλιστική εκτίμηση ανεβάζει το ύψος των δανείων στα περίπου 11 δισ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας ήδη τον συνολικό προϋπολογισμό του Ταμείου.
Οι λανθασμένες πρακτικές των τραπεζών
Οι τράπεζες, ως αποδέκτες των αιτημάτων για διευκολύνσεις επιχειρήσεων, αντιμετωπίζουν μάλλον συγκαταβατικά τις «προειδοποιήσεις» που εκτοξεύονται από πολιτικά πρόσωπα για συνέπειες αν… δεν φτάσουν γρήγορα τα χρήματα στις επιχειρήσεις. Ωστόσο, ορισμένες πρακτικές και των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων επιτείνουν το πρόβλημα.
Για παράδειγμα, τράπεζα υπέβαλε μαζικά αιτήματα πελατών της για δάνεια με επιδότηση επιτοκίου, χωρίς ωστόσο να έχει συμπληρώσει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία.
Στόχος ήταν να προλάβει τις άλλες τράπεζες, καθώς τα αιτήματα εξετάζονταν με βάση τη σειρά υποβολής της αίτησης, δηλαδή με βάση τη μέθοδο FIFO (first in first out), που προβλέπει ότι η αίτηση που μπαίνει πρώτη στο σύστημα βγαίνει και πρώτη. Το αποτέλεσμα ήταν να κλείσει το σύστημα για… ημέρες, ώστε να επανυποβληθούν οι αιτήσεις ολοκληρωμένες. Το γεγονός προκάλεσε καθυστερήσεις, αλλά και τις διαμαρτυρίες των υπόλοιπων τραπεζών.
Επίσης, κάποιες τράπεζες συνέστησαν στους πελάτες τους να πάρουν δάνειο με επιδοτούμενο επιτόκιο και να το χρησιμοποιήσουν ως cash collateral για να λάβουν στη συνέχεια δάνειο με εγγύηση του Δημοσίου. Αυτό πρακτικά έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται το πραγματικό ποσό της ρευστότητας που θα καταλήξει στις επιχειρήσεις.
Επιπλέον, κατά τον σχεδιασμό των προγραμμάτων, πιστωτικά ιδρύματα πίεζαν να δίνονται τα δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου όχι μόνο για κεφάλαια κίνησης, αλλά και για αναχρηματοδότηση υφιστάμενων δανείων. Θα ήταν μια πολύ βολική εξέλιξη, αφού θα μπορούσαν με το νέο –φθηνότερο– δάνειο να αναχρηματοδοτήσουν ένα παλαιότερο και ενδεχομένως δυνητικά τοξικό δάνειο, μεταφέροντας ένα μέρος του ρίσκου από τον ισολογισμό τους στο Δημόσιο. Από την άλλη, θα μειωνόταν το νέο χρήμα που θα πήγαινε στην πραγματική οικονομία. Η πρόταση απορρίφθηκε από την κυβέρνηση και την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, οι οποίες υιοθέτησαν πλήρως τις κατευθυντήριες γραμμές της Κομισιόν για τις κρατικές ενισχύσεις την περίοδο της πανδημίας, που ορίζουν ρητά ότι απαγορεύεται η αναχρηματοδότηση υφιστάμενων δανείων και ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι όχι μόνο συνεπείς στις υποχρεώσεις, αλλά και χρηματοοικονομικά υγιείς.